Νέα έρευνα διαπίστωσε ότι η τοποθέτηση επιλογών γεύματος με λιγότερες θερμίδες στην κορυφή του μενού ενός εστιατορίου και η μείωση της διαθεσιμότητας των επιλογών με πολλές θερμίδες, κάνει τους εφήβους να παραγγέλνουν πιο εύκολα τις πιο υγιεινές επιλογές.
Αυτή η διαπίστωση κρίνεται σημαντική καθώς τα εστιατόρια αποτελούν ένα συνηθισμένο διατροφικό περιβάλλον για τους εφήβους, με το ένα πέμπτο των παιδιών να καταναλώνουν γεύματα έξω τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα.
Μια πρόσφατη μελέτη από το Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ και το Πανεπιστήμιο Aston, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Appetite, διαπίστωσε ότι η τοποθέτηση των επιλογών κύριου πιάτου σε ένα μενού εστιατορίου από τις πιο «φτωχές» θερμιδικά προς της πιο «πλούσιες» κάνει τους εφήβους πιο πιθανό να επιλέξουν την πιο υγιεινή (χαμηλότερη σε θερμίδες) επιλογή.
Η Δρ Katie Edwards, Ερευνήτρια Ψυχολογίας, επικεφαλής της μελέτης, δήλωσε: «Η παιδική παχυσαρκία αποτελεί σημαντική πρόκληση για τη δημόσια υγεία. Μια βασική περίοδος για τη στοχευμένη διαιτητική παρέμβαση είναι η εφηβεία, όταν οι νέοι γίνονται πιο ανεξάρτητοι, παίρνουν τις δικές τους αποφάσεις σχετικά με τη διατροφή και κοινωνικοποιούνται περισσότερο με φίλους. Οι παρεμβάσεις έχουν στοχεύσει στην υγιεινή διατροφή στο σπίτι και στο σχολείο, αλλά θέλαμε να δούμε πώς η αλλαγή των μενού των εστιατορίων μπορεί να επηρεάσει τις επιλογές των εφήβων».
Οι ερευνητές ζήτησαν από 432 νέους 13-17 ετών να συμμετάσχουν σε ένα διαδικτυακό πείραμα. Παρουσίασαν στους εφήβους διαφορετικά μενού, με πέντε ορεκτικά, δέκα κύρια πιάτα και πέντε επιδόρπια σε ξεχωριστές ενότητες, όπως θα τα έβρισκε κανείς σε ένα τυπικό μενού εστιατορίου.
Κάθε μενού ήταν ελαφρώς διαφορετικό: ένα που μείωνε τον αριθμό των προσφερόμενων επιλογών με υψηλή περιεκτικότητα σε θερμίδες, ένα με τοποθέτηση στο μενού των γευμάτων με χαμηλή προς υψηλή περιεκτικότητα σε θερμίδες, ένα που συνδύαζε τις παρεμβάσεις διαθεσιμότητας και τοποθέτησης, και στη συνέχεια ένα «τυπικό» μενού. Ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να επιλέξουν ένα ορεκτικό, ένα κυρίως πιάτο και ένα επιδόρπιο από κάθε μενού.
Το πείραμα έδειξε ότι οι παρεμβάσεις της διαθεσιμότητας και της θέσης οδήγησαν σε σημαντικά χαμηλότερες θερμιδικές επιλογές γευμάτων, σε σύγκριση με τις επιλογές που έγιναν από το μενού χωρίς καμία παρέμβαση (το «τυπικό» μενού).
Ο μέσος αριθμός θερμίδων για ένα επιλεγμένο γεύμα μειώθηκε από 2099,78 σε 1992,13 όταν τα είδη διατάχθηκαν από τη μικρότερη προς την υψηλότερη περιεκτικότητα σε θερμίδες. Η παρέμβαση για τη διαθεσιμότητα τον μείωσε από 2134,26 kcal σε 1956,18 kcal. Η ομάδα που είχε το συνδυασμένο μενού παρέμβασης διαθεσιμότητας και τοποθέτησης είδε την αξία των θερμίδων των γευμάτων της να μειώνεται κατακόρυφα από 2173,60 kcal σε 1884,44 kcal.
H Δρ Edwards κατέληξε στο συμπέρασμα: «Οι επιλογές του κύριου μενού επέφερε τη μεγαλύτερη μείωση στις θερμίδες μετά την παρέμβαση για τη θέση, από 1104,17 kcal σε 1045,16 kcal, ενώ η παρέμβαση για τη διαθεσιμότητα είχε ως αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη μείωση στην επιλογή του ορεκτικού. Παρόλο που δεν παρατηρήθηκαν σε όλες τις παρεμβάσεις στατιστικά σημαντικές μειώσεις για όλα τα πιάτα, σε κάθε παρέμβαση παρατηρήθηκε σημαντική μείωση του θερμιδικού περιεχομένου των συνολικών γευμάτων.
Ο Δρ James Reynolds, Ανώτερος Λέκτορας Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Aston, δήλωσε ότι το επόμενο βήμα για την έρευνα αυτή θα ήταν η επανάληψη της μελέτης σε περιβάλλοντα εστιατορίων.