Έως και τις αρχές του 20ου αιώνα, η διάγνωση με σακχαρώδη διαβήτη, η νόσος που προκαλείται όταν η παραγωγή ινσουλίνης διακόπτεται, είχε δυσοίωνη πρόβλεψη. Επιδείνωση της υγείας ήταν δεδομένη για μεγαλύτερους, αλλά για τους μικρότερους ασθενείς αποτελούσε «θανατική καταδίκη».
Βασική ορμόνη για τη ζωή, η ινσουλίνη ρυθμίζει μεταβολικές διεργασίες, οι οποίες δίνουν στα κύτταρα (μυών, λίπους και ήπατος) πολύτιμη ενέργεια, βοηθώντας τα να απορροφήσουν τη γλυκόζη που βρίσκεται στο αίμα. Οπότε, όταν το πάγκρεας (τα β-κύτταρα συγκεκριμένα) σταματάει να παράγει ινσουλίνη (μερικώς ή πλήρως), η τροφή δεν μεταβολίζεται, και η γλυκόζη (το σάκχαρο) αρχίζει να συσσωρεύεται στο αίμα.
Ο οργανισμός, πιστεύοντας ότι υπάρχει στέρηση τροφής, προσπαθεί να εξισορροπήσει την κατάσταση απελευθερώνοντας άλλες ορμόνες, που αυξάνουν περαιτέρω τη γλυκόζη. Λιπαρά οξέα μετατρέπονται σε κετόνες, που συγκεντρώνονται σε πολύ υψηλά επίπεδα οδηγώντας σε κετοξέωση. Τα κύτταρα δεν λαμβάνουν «τροφή» και αρχίζουν να την αναζητούν αλλού, στους μύες και στις αποθήκες λίπους. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι κόπωση, σοβαρή απώλεια βάρους, τα άτομα με διαβήτη αποστεώνονται, ενώ οι λοιμώξεις είναι συνήθεις.
Πριν την ινσουλίνη, μόνη πεπερασμένη αντιμετώπιση ήταν μια αυστηρή διατροφή. Αλλά και πάλι ένα άτομο του οποίου το πάγκρεας έχει σταματήσει να παράγει ινσουλίνη, είχε κατά κανόνα 3 έως 9 μήνες επιβίωσης. Δυστυχώς, ήταν ένας μαρτυρικός και οδυνηρός θάνατος. Από ένα σημείο και μετά, λόγω της κετοξέωσης, οι πόνοι στους νεφρούς είναι οξύτατοι. Γονείς έβλεπαν τα παιδιά τους να λιώνουν μπροστά στα μάτια τους…
Ινσουλίνη: Η ανακάλυψη που πρόσφερε μέλλον στα άτομα με διαβήτη
Ξημερώματα 31ης Οκτωβρίου του 1920, ο Frederick Banting είχε μια ιδέα για τη χορήγηση ινσουλίνης σε άτομα με διαβήτη. Αυτή η ιδέα μέσα σε ένα χρόνο θα γίνει πραγματικότητα, αποτελώντας μια από τις σημαντικότερες ιατρικές ανακαλύψεις στην ιστορία.
Ο Banting προσέγγισε τον καθηγητή J.J.R. Macleod του Πανεπιστημίου του Τορόντο, στον Καναδά,, που ως ειδικός στο διαβήτη, είδε κάτι ενδιαφέρον στην ιδέα. Το Μάιο του 1921, ο Banting και ο βοηθός του Charles Best, φοιτητής βιοχημείας, ξεκίνησαν τα πειράματα υπό την καθοδήγηση του Macleod. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους τα πειράματα τους απέδωσαν και η εξαχθείσα ζωική ινσουλίνη, έδειχνε να μειώνει τα επίπεδα σακχάρου.
Το χειμώνα του 1921 στην ομάδα εντάχθηκε ο καθηγητής βιοχημείας, James B. Collip, για να βελτιώσει την ποιότητα της ινσουλίνης, καθιστώντας την έτοιμη για κλινικές μελέτες. Στις 23 Ιανουαρίου του 1922, ο Leonard Thompson, ένα 14χρονο αγόρι, μόλις 29 κιλών, που βρισκόταν στα πρόθυρα του θανάτου, ήταν το πρώτο άτομο με διαβήτη που λαμβάνει ινσουλίνη.
Γιατροί στο νοσοκομείο του Τορόντο, όπου χορηγήθηκε η ινσουλίνη σε διαβητικούς ασθενείς, περιγράφουν απίστευτες εικόνες, με πάσχοντες σε κώμα να ξυπνούν, σαν κάποιος να τους «άρπαξε από την πόρτα του χάρου».
Το 1923 ξεκίνησε η παραγωγή και διάθεση της ορμόνης στη Βόρεια Αμερική, αλλά φθάνει και στην Ευρώπη. Το ζεύγος August και Marie Krogh είναι οι άνθρωποι που μεταφέρουν τη διαδικασία εξαγωγής και καθαρισμού της ινσουλίνης στη Δανία, στο Nordisk Insulinlaboratorium, το οποίο εξελίχθηκε στη φαρμακευτική εταιρεία Novo Nordisk. Η μαζική παραγωγή της και διάθεση της ινσουλίνης ξεκινάει και σε ευρωπαϊκό έδαφος. Το 1923 οι Banting και Macleod βραβεύονται με το Νόμπελ Ιατρικής για την ανακάλυψη τους.
Η αρχή ενός αιώνα ανακαλύψεων
Η ανακάλυψη της ινσουλίνης πυροδότησε μια σειρά καινοτομιών που έχουν σώσει αμέτρητες ζωές εδώ και έναν αιώνα. Σταδιακά η μορφή της ινσουλίνης βελτιώνεται, επιτρέποντας στους ασθενείς να κάνουν λιγότερες ενέσεις, ελέγχοντας καλύτερα επίπεδα σακχάρου στο αίμα τους.
Το 1963 η ινσουλίνη γίνεται η πρώτη ορμόνη που συντίθεται χημικά. Στη δεκαετία του 1960 έγινε σαφές ότι υπάρχουν διάφορες μορφές διαβήτη, με το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 να είναι ο συχνότερος.
Ο διαβήτης τύπου 1 εμφανίζεται κυρίως στις νεότερες ηλικίες και συνδέεται με πλήρη διακοπή παραγωγής ινσουλίνης, με τους πάσχοντες να μη μπορούν να ζήσουν χωρίς τη χορήγηση της ορμόνης. Αλλά πλέον οι θεραπευτικές προσεγγίσεις εστιάζουν στα χαρακτηριστικά του κάθε τύπου.
Τη δεκαετία του 1970, οι άνθρωποι με διαβήτη απέκτησαν τη δυνατότητα να ελέγχουν μόνοι τους τα επίπεδα του σακχάρου τους, με φορητούς μετρητές, που χρησιμοποιούν ταινίες μέτρησης.
Το 1980 η ινσουλίνη γίνεται η πρώτη θεραπευτική πρωτεΐνη που δημιουργείται χρησιμοποιώντας τεχνολογία ανασυνδυασμένου DNA. Τη δεκαετία του ’80 οι πρώτες αντλίες ινσουλίνης, που είχαν δημιουργηθεί 2 δεκαετίες νωρίτερα, γίνονται ευρύτερα διαθέσιμες.
Το 1985 η πρώτη πένα ινσουλίνης, που δημιουργείται από τη Novo Nordisk βελτιώνει σημαντικά την ποιότητα ζωής των ατόμων με διαβήτη, καθιστώντας παρελθόν τις μεγαλύτερες γυάλινες σύριγγες.
Ανάλογα ινσουλίνης, ταχείας δράσης, μεγαλύτερης διάρκειας και προαναμεμιγμένα σκευάσματα, δημιουργούνται το 1996, νεότερης γενιάς δημιουργούνται σχεδόν 4 δεκαετίες μετά. Μιμούνται περισσότερο τον φυσικό τρόπο απελευθέρωσης ινσουλίνης στον οργανισμό.
Το 1999 η πρώτη συσκευή συνεχούς παρακολούθησης της γλυκόζης στο αίμα εγκρίνεται από τον FDA, ενώ το 2005 σημαντική εξέλιξη επιτυγχάνεται στις θεραπευτικές επιλογές για το διαβήτη τύπου 2, με την εισαγωγή αγωνιστών του υποδοχέα GLP-1 και αργότερα αναστολείς SGLT-2.
Το παρόν και το μέλλον
Αυτά τα 100 χρόνια εκατομμύρια άτομα με διαβήτη μπορεί να έρχονται αντιμέτωπα με μια νέα ζωή, άρρηκτα συνδεδεμένη με την ινσουλίνη, ωστόσο έχουν την ευκαιρία και τα εφόδια να τη ζήσουν πλήρως.
Ένα παιδί που διαγιγνώσκεται με σακχαρώδη διαβήτη σήμερα, ακόμη και αν αυτό γίνει μετά την εισαγωγή του στο νοσοκομείο, μπορεί να συνεχίσει το σχολείο, να παίζει με τους φίλους του και να σχεδιάζει το μέλλον του. Μπορεί να έχει αποκτήσει μια «σύντροφο ζωής», να χρειάζεται να κάνει ινσουλίνη, μετρώντας το σάκχαρο του, ή να φοράει μια αντλία ινσουλίνης και έναν αισθητήρα που καταγράφει τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα του, αλλά έχει μέλλον. Αυτό είναι το δώρο μιας μικρής ερευνητικής ομάδας που στις αρχές της δεκαετίας του 1920 έφερε την επανάσταση στην ιατρική.
Στην αντιμετώπιση του σακχαρώδους διαβήτη έχουν γίνει άλματα μέσα σε 100 χρόνια, με έναυσμα την ανακάλυψη της ινσουλίνης. Το 2021 θα ήταν η χρονιά της, αν η COVID-19 δεν είχε σαρώσει τον πλανήτη, Πλέον οι θεραπευτικές επιλογές είναι άριστες. αλλά ο αριθμός των ατόμων με διαβήτη αυξάνεται με ανησυχητικό ρυθμό και παρά τις προόδους, διαφορετικά εμπόδια στην πρόσβαση ασθενών στις θεραπείες παραμένουν.
Το μέλλον προμηνύεται αισιόδοξο για τη διαχείριση του διαβήτη, με θεραπείες και καινοτόμες τεχνολογίες να αλλάζουν τη ζωή των ατόμων που διαγιγνώσκονται με κάποιο τύπο της νόσου. Ευθύνη όλων να φθάνουν σε αυτούς που τις έχουν ανάγκη.
Και ποιος ξέρει; Ίσως κάποια ημέρα, σύντομα, μια ακόμη μεγάλη ανακάλυψη να φέρει τη θεραπεία του διαβήτη, κλείνοντας τον χρυσό αιώνα που άνοιξε με την ανακάλυψη της θεραπευτικής μορφής της ορμόνης της ζωής, της ινσουλίνη.