Η φαρμακευτική πολιτική που εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια έχει οδηγήσει σε πολλαπλά αδιέξοδα, όπως έχουν τονίσει επανειλημμένως οι επιχειρήσεις του κλάδου. Δεν είναι όμως, μόνο, οι υπέρογκες επιστροφές που καλούνται να καταβάλλουν οι φαρμακευτικές εταιρείες. Η κατάσταση έχει επηρεάσει την πρόσβαση των ασθενών σε νέα, καινοτόμα φάρμακα. Ταυτόχρονα διατηρεί σε υψηλά επίπεδα και τα ποσά που καταβάλλουν οι πολίτες για την αγορά των φαρμάκων τους.
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, σε συνεργασία με το ΣΦΕΕ, «Η Φαρμακευτική αγορά στην Ελλάδα: Γεγονότα και Στοιχεία 2019», η συνολική εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη εκτιμάται ότι θα φτάσει στα 3,9 δισ. ευρώ το 2019. Από αυτό το ποσό, μόλις το 1,945 εκατ. ευρώ είναι η δημόσια χρηματοδότηση, τα υπόλοιπα είναι τα ποσά που καταβάλλουν οι επιχειρήσεις. Μάλιστα, οι εκτιμήσεις για το συνολικό ποσό της υπερφορολόγησης των φαρμακευτικών επιχειρήσεων αγγίζουν τα €2 δισ. για το 2020. Σύμφωνα με πληροφορίες, μάλιστα, εκτιμάται πως αν δεν υπάρξουν διορθωτικές κινήσεις 2 δισ. ευρώ θα είναι το ύψος μόνο του clawback έως το 2023!
Την ίδια ώρα, η αποτυχημένη συνταγή της εφαρμοζόμενης φαρμακευτικής πολιτικής, σε συνδυασμό με δυσλειτουργίες στις Επιτροπές Αξιολόγησης Φαρμάκων και Διαπραγμάτευσης είναι και ο λόγος που η χώρα έχει στερηθεί νέα καινοτόμα φάρμακα για περίπου 2,5 χρόνια.
Διαβάστε επίσης: Τι μέλλει γενέσθαι με το τέλος εισόδου 25% για τα νέα φάρμακα
Η φαρμακευτική δαπάνη συνιστάται από τη δημόσια και την ιδιωτική φαρμακευτική δαπάνη. Η δημόσια δαπάνη φαρμάκου περιλαμβάνει τις δαπάνες για συνταγογραφούμενα φάρμακα όλων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης (ΦΚΑ), τα σκευάσματα δηλαδή που αποζημιώνονται.
Η καθαρή δημόσια φαρμακευτική δαπάνη είναι το τελικό ποσό που αποζημιώνουν οι ΦΚΑ μετά την αφαίρεση των υποχρεωτικών επιστροφών των φαρμακευτικών εταιρειών, γνωστά πλέον ως rebates και clawback, το ύψος των οποίων εκτιμάται ότι θα εκτιναχθεί πάνω από 1,8 δισ. ευρώ το 2019!
Διαβάστε επίσης: Το 2022 η ιδιωτική δαπάνη θα είναι μεγαλύτερη της δημόσιας!
Η ιδιωτική φαρμακευτική δαπάνη περιλαμβάνει τα ποσοστά συμμετοχής των ασφαλισμένων για τα αποζημιούμενα φάρμακα. Στην πράξη η συμμετοχή είναι τρόπων τινά διπλή. Υπάρχει η θεσμοθετημένη συμμετοχή (που μπορεί να είναι μηδενική, αλλά μπορεί να είναι και 10% ή 25%) αλλά και η μια πιθανή επιπρόσθετη επιβάρυνση που προκύπτει όταν ο ασθενής επιλέγει φάρμακο με υψηλότερη Λιανική Τιμή σε σχέση με τη Τιμή Αποζημίωσης, η οποία αντιστοιχεί κατά κανόνα στο φθηνότερο φάρμακο της κατηγορίας.
Επιπλέον, στην ιδιωτική φαρμακευτική δαπάνη περιλαμβάνονται οι δαπάνες των ασθενών για τα φάρμακα ή συναφή είδη που δεν καλύπτουν τα ασφαλιστικά ταμεία, αλλά και όσα φάρμακα πληρώνουν ή επιλέγουν να πληρώσουν εξ’ ολοκλήρου οι ίδιοι, καθώς και η αποζημίωση μέρους της δαπάνης από τις ιδιωτικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
Βαθιά το χέρι στην τσέπη για φάρμακα και από τους πολίτες
Η μελέτη του ΙΟΒΕ, όμως, έδειξε για άλλη μια φορά πως οι αδιέξοδες πολιτικές των τελευταίων χρόνων στον τομέα του Φαρμάκου επηρεάζει και τους πολίτες. Είναι ενδεικτικό, λοιπόν, πως παρά μια ελαφριά κάμψη, τα ποσά που δαπανήσαμε για φαρμακευτικά σκευάσματα το 2019 παρέμειναν σε υψηλά επίπεδο. Συγκεκριμένα, πληρώσαμε σχεδόν 1,6 δισ. ευρώ για φάρμακα πέρσι, όταν το αντίστοιχο ποσό το 2018 διαμορφώθηκε σε 1,64 δισ. ευρώ.
Η συμμετοχή των ασθενών στα αποζημιούμενα φάρμακα διακρίνεται λοιπόν, στη:
- Θεσμοθετημένη Συμμετοχή: 0% ή 10% ή 25% επί της τιμής αποζημίωσης
- Επιβάρυνση που προκύπτει από τη διαφορά Λιανικής Τιμής και Τιμής Αποζημίωσης όταν ο ασθενής επιλέγει φάρμακο με Λιανική Τιμή Υψηλότερη της Τιμής Αποζημίωσης
Οι λοιπές ιδιωτικές πληρωμές για φάρμακο αφορούν:
- είτε σε φάρμακα μη συνταγογραφούμενα (ΜΗΣΥΦΑ),
- είτε σε συνταγογραφούμενα που δεν αποζημιώνονται (Αρνητική Λίστα)
- είτε σε συνταγογραφούμενα φάρμακα που όμως ο ασθενής επέλεξε να μην κάνει χρήση του ασφαλιστικού του δικαιώματος και επέλεξε να τα πληρώσει εξ’ ολοκλήρου από την τσέπη του.
Σύμφωνα με πληροφορίες, λοιπόν, πέρυσι πληρώσαμε για συμμετοχή μόνο για συνταγογραφούμενα φάρμακα που κάλυψε ο ΕΟΠΥΥ, περίπου 636 εκατ. ευρώ. Το σύνολο της αξίας των εν λόγω φαρμάκων ανήλθε σε 3,93 δις. ευρώ.
Από τα 636 εκατ. ευρώ, τα 375 εκατ. ευρώ αντιστοιχούν στη θεσμοθετημένη συμμετοχή (0%,10%, 25%). Τα 261 εκατ. ευρώ αφορούν στην επιβάρυνση που προκύπτει από τη διαφορά λιανικής τιμής με τιμή αποζημίωσης, δηλαδή τις περιπτώσεις όπου επιλέχθηκε όχι το φθηνότερο φάρμακο, αλλά κάποιο αντίστοιχο σκεύασμα της κατηγορίας με υψηλότερη λιανική τιμή. Το ποσό είναι κατά τι μεγαλύτερο από τα 625 εκατ. ευρώ που πληρώσαμε για συμμετοχή το 2018 (σε σύνολο αγοράς 3,59 δις. ευρώ).
Παράλληλα, πληρώσαμε 285 εκατ. ευρώ για ΜΗΣΥΦΑ, δηλαδή τα φάρμακα εκείνα για τα οποία δεν απαιτείται ιατρική συνταγή για την αγορά τους (όπως κάποια αναλγητικά). Στα 96 εκατ. ευρώ φέρεται να ανήλθε το ποσό που κατέβαλαν οι πολίτες για φάρμακα που είναι ενταγμένα στην Αρνητική Λίστα, δηλαδή στον κατάλογο με τα φάρμακα που αν και συνταγογραφούνται δεν αποζημιώνονται. Τέλος, περίπου 580 εκατ. ευρώ υπολογίζεται το ποσό για φάρμακα που ενώ συνταγογραφούνται αγοράστηκαν χωρίς την εκτέλεση συνταγής και αποζημίωση του (πρόκειται κυρίως για φάρμακα ιδιαίτερα χαμηλού κόστους, αν και πιθανόν να αφορά και αγορές φαρμάκων από «ιδιώτες» με στόχο την παράνομη παράλληλη εξαγωγή τους).
«Τόσο στα χρόνια της μακρόχρονης οικονομικής κρίσης όσο και πρόσφατα με την πανδημία του COVID-19 ο κλάδος απέδειξε πως είναι εδώ, εξασφαλίζοντας επάρκεια φαρμάκων και καλύπτοντας όλες τις φαρμακευτικές ανάγκες των Ελλήνων ασφαλισμένων και ασθενών, στηρίζοντας τους επαγγελματίες υγείας, πολλές χιλιάδες θέσεις εργασίας, αλλά και το ίδιο το σύστημα υγείας. Η βιωσιμότητά του κλάδου μας, όμως, απειλείται από την έλλειψη προβλεψιμότητας, την υπερφορολόγηση, την απουσία καινοτομίας, την μερική μόνο υλοποίηση των απαραίτητων και ψηφισμένων μεταρρυθμίσεων. Δεν μπορεί να απειλείται άλλο, γιατί έτσι απειλείται και η ίδια η βιωσιμότητα του συστήματος δημόσιας υγείας», προειδοποίησε στην ομιλία του κατά την παρουσίαση της μελέτης ο Πρόεδρος του ΣΦΕΕ, Ολύμπιος Παπαδημητρίου.
«Καταθέσαμε πρόσφατα μια πλήρη σειρά θέσεων και προτάσεων που συμπυκνώνονται σε 7 πυλώνες δράσεων και που μπορούν να συμβάλλουν στη διαμόρφωση και την εφαρμογή ενός εθνικού σχεδιασμού για την δημόσια Υγεία. Ευελπιστούμε ότι αυτή τη φορά θα ληφθούν από τους κυβερνώντες σοβαρά υπόψη και μάλιστα άμεσα, γιατί τώρα είναι η ευκαιρία να εφαρμοστεί μια ασθενοκεντρική βιώσιμη φαρμακευτική πολιτική, να αναγνωριστεί από την Πολιτεία η σημαντική αναπτυξιακή δυναμική του κλάδου μας και να μας επιτραπεί να συμβάλλουμε στην ανάκαμψη της εθνικής οικονομίας», πρόσθεσε ο κ. Παπαδημητρίου.