Σε ιδιαίτερα καλό κλίμα πραγματοποιήθηκε η συνάντηση του Υπ. Υγείας με τις φαρμακευτικές εταιρείες χθες Πέμπτη, αναφέρουν οι πληροφορίες.
Η συζήτηση μεταξύ του Άδ. Γεωργιάδη και του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΣΦΕΕ) φέρεται να κινήθηκε γύρω από σχεδόν όλα τα θέματα που ταλανίζουν την αγορά του φαρμάκου στη χώρα, με κυρίαρχο αυτό της υποχρηματοδότησης και των δυσθεώρητων υποχρεωτικών επιστροφών.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του News4health, o κ. Γεωργιάδης εμφανίστηκε πρόθυμος να διορθωθούν τεκμηριωμένα λάθη του παρελθόντος γύρω από τη φαρμακευτική πολιτική, σε μια προσπάθεια εξισορρόπησης του δυσμενούς περιβάλλοντος για τον κλάδο, μείωσης της αστάθεια και ενίσχυσης της προβλεψιμότητας.
Σύμφωνο Συνεργασίας
Στη συνάντηση ειδική αναφορά φέρεται να έγινε και στο Σύμφωνο Συνεργασίας μεταξύ Υπουργείου Υγείας και Φαρμακευτικών Εταιρειών, μια συμφωνία πλαίσιο για μια εθνική φαρμακευτική στρατηγική, την οποία στηρίζουν και οι δύο πλευρές.
Για τις εταιρείες μια τέτοια συμφωνία είναι απαραίτητη για τον έλεγχο της πορείας της δαπάνης και τον εξορθολογισμό της.
Αλλά και για τον Υπ. Υγείας είναι σημαντική η άμεση σύναψη μιας τέτοιας συμφωνίας, που θα έχει τη μορφή ενός μνημονίου συνεργασίας 3ετούς διάρκειας.
Άλλωστε, όπως έχει αναφέρει και ο κ. Γεωργιάδης, η δέσμευση μιας τέτοιας συμφωνίας μπορεί να επεκταθεί έως το 2027, κατά τη θητεία της Κυβέρνησης.
Ειδικότερα, ο κ. Γεωργιάδης θα περιμένει όλους τους φορείς που εκπροσωπούν τις φαρμακευτικές εταιρείες να υποβάλλουν μια κοινή πρόταση στο επόμενο χρονικό διάστημα, ώστε το Σύμφωνο να υπογραφεί έως το τέλος του έτους.
Βέβαια, όπως σημείωσε ο πρόεδρος του ΣΦΕΕ, Ολ. Παπαδημητρίου κατά την παρουσίαση της ετήσιας μελέτης του ΙΟΒΕ για τον κλάδο, είναι σημαντικό να τεθούν και από την Αριστοτέλους οι αρχές της συζήτησης, ώστε να βρεθούν τα σημεία προσέγγισης.
«Γιατί αν κάνουμε μια πρόταση η οποία θα απέχει χιλιόμετρα από τη σκέψη του Υπουργείου, δεν θα βοηθήσει κανέναν», ανέφερε ο κ. Παπαδημητρίου.
Κλινικές μελέτες
Αγκάθι παραμένει για τη χώρα και η καθηλωμένη ερευνητική δραστηριότητα, η ανάπτυξης της οποίας εκτιμάται ότι θα μπορούσε να αυξήσει ως και 1,1 δισ. ευρώ το ΑΕΠ.
Όπως τονίζει ο Σύλλογος Επιχειρήσεων Διεξαγωγής Κλινικών Μελετών HACRO, το 2023, ο φαρμακευτικές εταιρείες εκτιμάται ότι επένδυσαν συνολικά 50 δισ. σε Έρευνα & Ανάπτυξη στην Ευρώπη.
Το μερίδιο της Ελλάδας από αυτές τις επενδύσεις ήταν γύρω στα 100 εκατ. ευρώ. Ποσό που θεωρείται χαμηλό, αφού βάσει του μεγέθους και του πληθυσμού της χώρας (1,5% της Ευρώπης), θα μπορούσαμε να προσελκύσουμε επενδύσεις πάνω από €500 εκατ. σε ετήσια βάση.
Για την ανατροπή της κατάστασης, οι προσπάθειες πρέπει να εστιάσουν, κατά τη HACRO, στην ενίσχυση των κριτηρίων, ποιοτικά, οικονομικά και εκπαιδευτικά, αλλά και στην ταχύτητα διεξαγωγής αλλά και εύρεσης και προσέλκυσης ασθενών στις μελέτες.
Αλλά και οι κινήσεις βελτίωσης του πλαισίου από πλευράς πολιτείας δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα.
Χαρακτηριστικότερη είναι η περίπτωση του επενδυτικού Clawback, που αρχικά προέβλεπε συμψηφισμό του clawback και με ποσοστά επί των δαπανών έρευνας και ανάπτυξης, ως κίνητρο για διεξαγωγή κλινικών μελετών, τελικά εφαρμόστηκε μόνο στις παραγωγικές δαπάνες.
Το πρόβλημα φαίνεται πως απασχολεί και τον Υπ. Υγείας, ο οποίος ανέφερε στη συνάντηση της Πέμπτης, πως ετοιμάζει σχέδιο προτάσεων για τα θέματα των κλινικών μελετών.
Το εν λόγω σχέδιο επιδιώκει να το παρουσιάσει στις εταιρείες του κλάδου, για να τεθεί σε περαιτέρω συζήτηση και επεξεργασία.
Όπως φέρεται να εκτίμησε ο κ. Γεωργιάδης, το σχέδιο αυτό θα είναι έτοιμο να παρουσιαστεί στις φαρμακευτικές εταιρείες εντός του Νοεμβρίου.
Πάντως, σύμφωνα με την HACRO στα επόμενα βήματα θα πρέπει να περιλαμβάνονται κατά προτεραιότητα:
- η επίλυση θεμάτων νομοθετικού περιεχομένου,
- η υλοποίηση του «Εθνικού Μητρώου Βιοϊατρικής Έρευνας»,
- η υλοποίηση εκπαιδευτικών δράσεων,
- η βελτίωση των προϋποθέσεων συμψηφισμού του επενδυτικού Clawback,
- η ενίσχυση των οικονομικών κίνητρων για τις φαρμακευτικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα,
- η ενίσχυση των επενδυτικών κινήτρων για τις φαρμακευτικές εταιρείες που δεν έχουν παρουσία στην Ελλάδα, καθώς και
- η στελέχωση του ΕΟΦ και της Εθνικής Επιτροπής Δεοντολογίας με επαρκές και κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό.