Τα καλά νέα είναι ότι ακόμα και ένας ενήλικας που έχει τέτοια συμπτώματα μπορεί πράγματι με την κατάλληλη θεραπεία να τα «αδρανοποιήσει».Τα τελευταία 30 χρόνια έχουν γίνει άλματα σχετικά με την αναγνώριση της διαταραχής και όσον αφορά τις θεραπευτικές παρεμβάσεις χάρη στις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν.
«Η ΔΕΠΥ είναι μια διαταραχή η οποία προκαλεί όχι μόνο διάσπαση προσοχής αλλά και προβλήματα στην οργάνωση της καθημερινότητας του ατόμου. Μπορεί επίσης να υπάρχει και υπερδραστηριότητα, αλλά και παρορμητικότητα σε κάποια άτομα. Η ΔΕΠΥ εμφανίζεται στην παιδική ηλικία και δημιουργεί προβλήματα στο σχολείο, αργότερα στη δουλειά και στις σχέσεις του ατόμου», σύμφωνα με όσα αναφέρει σε άρθρο της στο The Conversation η κλινική ψυχολόγος και και καθηγήτρια ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο του Richmond, Laura E. Knouse.
Μια μελέτη υπολογίζει ότι περίπου το 3.4% των ενηλίκων παγκοσμίως πληρεί τα κριτήρια για ΔΕΠΥ και έχει αυξηθεί η αναγνώριση της διαταραχής στα κορίτσια. Επίσης, η ΔΕΠΥ είναι κληρονομική και υπάρχει συσχέτιση της διαταραχής με συγκεκριμένες περιοχές στον εγκέφαλο.
Παρόλα αυτά τα συμπτώματα αυτά δεν έχουν τις «ρίζες» τους πάντα μόνο σε γενετικό πρόβλημα. Το περιβάλλον μπορεί επίσης να επηρεάσει και δημιουργήσει προβλήματα στην καθημερινή ζωή ενός ατόμου. Επειδή ακριβώς είναι σύνηθες να παραγνωρίζονται και άλλες διαταραχές λόγω της ΔΕΠΥ όπως η κατάθλιψη και οι αγχώδεις διαταραχές είναι αναγκαία μια επιστημονική εκτίμηση για να υπάρχει μια σωστή διάγνωση. Σίγουρα τα άτομα με ΔΕΠ έχουν να αντιμετωπίσουν πραγματικές και διαρκείς προκλήσεις. Σήμερα όμως οι ενήλικες με ΔΕΠΥ έχουν καλύτερη πρόσβαση σε πληροφορίες και υπάρχουν ενδείξεις ότι υπάρχει καλύτερη θεραπεία. Επίσης, υπάρχουν επιστημονικά αποδεδειγμένοι λόγοι ότι υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορούν να είναι αισιόδοξοι ότι μια αποτελεσματική θεραπεία αποτελεί πλέον πραγματικότητα.
Μια ματιά στην συνηθισμένη φαρμακευτική αγωγή
H θεραπεία μπορεί να είναι γνωσιακή συμπεριφοριστική ενώ υπάρχουν επίσης και αποτελεσματικά φάρμακα που μπορεί να συμπληρώσουν τη θεραπεία. Ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός και ο γιατρός ξέρει καλύτερα πότε σε ποια περίπτωση είναι αναγκαίο να πάρει κάποιος φάρμακα ή όχι.
Τα φάρμακα που δίνονται σε αυτές τις περιπτώσεις ονομάζονται διεγερτικά και δίνονται κυρίως για τα υπερκινητικά σύνδρομα. Τα διεγερτικά συνήθως αυξάνουν τη διαθεσιμότητα των χημικών στον εγκέφαλο όπως η ντοπαμίνη και η νορεπινεφρίνη στις περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζεται με την αυτορρύθμιση. Τα φάρμακα αυτά είναι σχετικά ασφαλή και είναι απίθανο να δημιουργήσουν εθισμό.
Συνήθως οι γιατροί συνταγογραφούν δύο είδη φαρμάκων. Πρόκειται για τη μεθυλφαινιδάτη και τη λιδεξαμφεταμίνη. Η πρώτη δραστική ουσία διαρκεί 4 με 6 ώρες και η δεύτερη είναι σχεδιασμένη να διαρκεί μέχρι και 12 ώρες. Οι πιο συχνές παρενέργειες αυτών των φαρμάκων είναι η μείωση της όρεξης, η απώλεια βάρους όπως επίσης πονοκέφαλος και διαταραχές ύπνου αν τυχόν λαμβάνει την αγωγή λίγο πριν πέσει για ύπνο. Επίσης, άτομα με καρδιακά προβλήματα μπορεί να μην κάνει να πάρουν τα φάρμακα αυτά γιατί μπορεί να ανεβάσουν απότομα τους παλμούς της καρδιάς και την αρτηριακή πίεση.
Μη διεγερτικά φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη θεραπεία της ΔΕΠΥ είναι είναι η ατομοξετίνη και η βουπροπιόνη, τα οποία και αυξάνουν την νορεπινεφρίνη η οποία είναι ένας νευροδιαβιβαστής στον εγκέφαλο. Πρόκειται για αντικαταθληπτικό φάρμακο το οποίο χρησιμοποιείται για να θεραπεύσει τη ΔΕΠΥ κα γενικά αυξάνει και την ντοπαμίνη και την νορεπινεφρίνη.
Μια πρόσφατη ανάλυση έδειξε ότι όλα αυτά τα 4 φάρμακα μειώνουν τα συμπτώματα και λειτουργούν σίγουρα σαν πλασέμπο (ψευδοφάρμακο) για περίπου 12 εβδομάδες. Τα φάρμακα που έχουν βάση τις αμφεταμίνες λειτουργούν καλύτερα για τους ενήλικες και η μεθυλφαινιδάτη, η ατομοξετίνη και η βουπροπιόνη φαίνεται ότι λειτουργούν λιγότερα καλά με ελάχιστες διαφοροποιήσεις μεταξύ τους. Δυστυχώς, πολύ λίγες μελέτες έχουν γίνει που να παρακολουθούν τις ζωές των ασθενών αυτών για μεγάλο χρονικό διάστημα, για αυτό δεν είναι ξεκάθαρό αν ταν θετικά αυτά αποτελέσματα παραμένουν.
Αυτό που είναι γνωστό με βάση τα δεδομένα που υπάρχουν είναι ότι τα άτομα που παίρνουν τέτοια φάρμακα με ιατρική συνταγή έχουν μειωμένα επίπεδα κατάθλιψης, μικρότερες εμπλοκές σε ατυχήματα, επεισόδια που σχετίζονται με την αυτοκτονικότητα και αρνητικά γεγονότα που σχετίζονται με κατάχρηση φαρμάκων. Παρόλο που δεν είναι βέβαιο αυτές οι ενδείξεις δείχνουν ότι υπάρχουν θετικές επιδράσεις από τη λήψη των φαρμάκων αυτών.
Ωστόσο, τα φάρμακα δεν είναι πάντα η καλύτερη επιλογή για όλους, όχι μόνο για τις παρενέργειες αλλά γιατί δεν είναι πάντα κατάλληλα για τη θεραπεία όλων των ατόμων. Επειδή δεν υπάρχει τρόπος να προβλέψει κανείς ποιο φάρμακο θα λειτουργήσει για κάθε ασθενή τα άτομα με ΔΕΠΥ πρέπει να είναι προετοιμασμένα για δοκιμές τόσο φαρμάκων όσο και δοσολογίας κάποιων από αυτά. Σε κάθε περίπτωση τα φάρμακα μπορούν να λειτουργήσουν σαν ένα συμπληρωματικό «εργαλείο» και σίγουρα δεν είναι κατάλληλα για όλους.
Η γνωστική συμπεριφορική θεραπεία στα άτομα με ΔΕΠΥ
Στη γνωστική συμπεριφορική θεραπεία, οι ασθενείς συνεργάζονται με τον θεραπευτή για να καταλάβουν την σχέση μεταξύ των σκέψεών τους, των συναισθημάτων τους και των δράσεών τους και να μάθουν νέα εργαλεία αντιμετώπισης των προβλημάτων τους και να ανταποκριθούν σε σημαντικούς στόχους. Υπάρχουν διαφορετικά στυλ προσέγγισης και αυτά συνήθως σχετίζονται με τα προβλήματα που αναφέρει ο ασθενής ως προκλήσεις πάνω στις οποίες θέλει να «δουλέψει».
Στην προσέγγιση αυτή οι ασθενείς μαθαίνουν να αναγνωρίσουν τις επιδράσεις των μοτίβων που κυριαρχούν στη σκέψη τους και τα συναισθήματά τους ώστε να τα ρυθμίζουν και να υπάρχουν λιγότερες επιδράσεις. Παρόλο που συνήθως η θεραπεία της κατάθλιψη και του άγχους συνήθως εστιάζει στην υπερβολικά αρνητική σκέψη, στη ΔΕΠΥ συνήθως εστιάζει στην υπερβολικά θετική σκέψη ή στην υπερβολική αισιοδοξία που μπορεί να αντιμετωπίζουν οι ασθενείς αυτοί.
Το 2017 έγινε μια έρευνα, μια μετα-ανάλυση από την Laura E. Knouse, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο του Richmond και τους φοιτητές της (η μελέτη εδώ) που συνοψίζει τα αποτελέσματα πολλαπλών ερευνών και συγκεντρώθηκαν δεδομένα από 32 μελέτες στις οποίες έλαβαν μέρος μέχρι και 896 συμμετέχοντες και όπως παρατηρήθηκε κατά μέσο όρο οι ενήλικες με ΔΕΠΥ που έκαναν συμπεριφορική γνωστική θεραπεία είδαν τα συμπτώματά τους να μειώνονται και να είναι πλέον λειτουργικά.
Ωστόσο, οι επιδράσεις ήταν μικρότερες σε σύγκριση με όσους δεν έπαιρναν φάρμακα. Η συμπεριφορική - γνωστική θεραπεία φάνηκε να έχει πιο ισχυρά αποτελέσματα σε ότι αφορά τα συμπτώματα προσοχής και όχι τόσο στα συμπτώματα υπερδιέργεσης και και παρορμητικότητας και τα αποτελέσματα αυτά είτε οι ασθενείς έπαιρναν είτε όχι φάρμακα.
Το πιο δύσκολο από όλα ωστόσο φαίνεται να είναι η εύρεση ενός κατάλληλου θεραπευτή και όχι τόσο η ίδια θεραπεία. Λίγοι κλινικοί ψυχολόγοι είναι εκπαιδευμένοι για τη ΔΕΠΥ και τις νέες θεραπευτικές τις προσεγγίσεις. Παρόλα αυτά υπάρχει υλικό διαθέσιμο για έρευνα και μελέτη. Επίσης, η τηλεϊατρική μπορεί να βοηθήσει τα άτομα που δεν μπορούν να βρουν κατάλληλο θεραπευτή κοντά στο μέρος διαβίωσής τους.
Απόδοση από το https://theconversation.com