Το εμφύτευμα είναι βιοδιασπώμενο και απελευθερώνει την φαρμακευτική ουσία βιματοπρόστη (bimatoprost), που ουσιαστικά είναι μία προσταγλανδίνη. Η ουσία αυτή, όπως και άλλες αντίστοιχες, περιέχεται σε αντιγλαυκωματικά κολλύρια τα οποία κυκλοφορούν και στη χώρα μας. Απαιτεί καθημερινή ενστάλαξη στα μάτια των πασχόντων από γλαύκωμα και δρα ως ισχυρός οφθαλμικός υποτασικός παράγοντας.
Η εταιρεία που την είχε αρχικά αναπτύξει, κατόρθωσε να την εντάξει και στο ειδικό νανο-εμφύτευμα, το οποίο έχει ήδη εγκριθεί στις ΗΠΑ για να μειώνει την οφθαλμική πίεση στους ασθενείς με γλαύκωμα ανοιχτής γωνίας ή με οφθαλμική υπέρταση.
«Με τον όρο γλαύκωμα, αναφερόμαστε σε μια ομάδα οφθαλμικών παθήσεων με κοινό χαρακτηριστικό την προοδευτική βλάβη του οπτικού νεύρου. Η πιο συνηθισμένη αιτία που προκαλεί τη βλάβη αυτή είναι η αυξημένη πίεση του οφθαλμού (ενδοφθάλμια πίεση)», λέει ο Χειρουργός-Οφθαλμίατρος δρ Αναστάσιος-Ι. Κανελλόπουλος, MD, ιδρυτής και επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Οφθαλμολογίας LaserVision και καθηγητής Οφθαλμολογίας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης (NYUMedicalSchool). «Το γλαύκωμα αρχικά συνοδεύεται από μείωση της περιφερικής όρασης, την οποία συχνά οι ασθενείς δεν αντιλαμβάνονται παρά μόνον όταν έχει γίνει σημαντική. Εφόσον δεν διαγνωσθεί και δεν θεραπευθεί εγκαίρως, το γλαύκωμα μπορεί να προκαλέσει καταστροφική βλάβη του οπτικού νεύρου, οδηγώντας τελικά στην ολική τύφλωση».
Το γλαύκωμα προσβάλλει το 3-4% των ατόμων ηλικίας 40-80 ετών σε όλο τον κόσμο. Η πιο συχνή μορφή του είναι το γλαύκωμα ανοιχτής γωνίας, στο οποίο αποφράσσεται με την πάροδο του χρόνου η αποχετευτική οδός των υγρών του ματιού, με συνέπεια την σταδιακή αύξηση της πίεσης μέσα στο μάτι.
Ο αριθμός των πασχόντων από πρωτοπαθές γλαύκωμα ανοικτής γωνίας υπολογίζεται σε 57,5 εκατομμύρια παγκοσμίως. Στην Ευρώπη υπολογίζεται ότι ζουν πάνω από 7,8 εκατομμύρια ασθενείς, με τη συνολική επίπτωση να εκτιμάται στο 2,5% επί του γενικού πληθυσμού.
Στις ομάδες υψηλού κινδύνου για γλαύκωμα ανήκουν τα άτομα άνω των 60 ετών, όσοι έχουν οικογενειακό ιστορικό της νόσου, οι μακροχρόνιοι χρήστες στεροειδών φαρμάκων, οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη, καθώς και όσοι έχουν υψηλή μυωπία, υπέρταση, λεπτούς κερατοειδείς χιτώνες (πάχος κάτω από 5 mm στο κέντρο) και ιστορικό τραυματισμού στο μάτι.
Η πιο συχνή θεραπεία για το γλαύκωμα είναι η συντηρητική, δηλαδή η χρήση τοπικών φαρμάκων (οφθαλμικές σταγόνες ή κολλύρια) που μειώνουν την ενδοφθάλμια πίεση. Πρώτη επιλογή είναι οι προσταγλανδίνες, λόγω της μεγάλης ικανότητάς τους να μειώνουν την ενδοφθάλμια πίεση και τη δυνατότητα να χρησιμοποιούνται μόνο μία φορά την ημέρα, συνήθως το βράδυ.
Δυστυχώς, όμως, σημαντικό ποσοστό των ασθενών που χρησιμοποιούν κολλύρια, δεν καταφέρνουν να τα χρησιμοποιούν καθημερινά, σύμφωνα με τις οδηγίες του θεράποντα οφθαλμιάτρου τους. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας ελλιπούς συμμόρφωσης στα αντιγλαυκωματικά κολλύρια είναι δυστυχώς η τοξικότητα και ο χρόνιος ερεθισμός που συχνά προκαλούν σε μεγάλο ποσοστό των ασθενών.
Η ενδοφθάλμια ένθεση του νανο-εμφυτεύματος 2-3 φορές το χρόνο, παρακάμπτει αυτό το πολύ σοβαρό πρόβλημα.
«Η συμμόρφωση πάντοτε αποτελούσε μεγάλη πρόκληση στη θεραπεία και διαχείριση των πασχόντων από γλαύκωμα», λέει ο κ. Κανελλόπουλος. «Η ελλιπής συμμόρφωση στις τοπικές θεραπείες αναφέρεται σε ποσοστό έως και 80% των ασθενών, οι οποίοι ξεχνούν να τις εφαρμόσουν ή αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην αυτοχορήγησή τους ή στην τήρηση του προγράμματος. Δυστυχώς, η έλλειψη αυτή σχετίζεται με ταχύτερη εξέλιξη της νόσου και επιδείνωση της όρασης. Έτσι γεννήθηκε η ανάγκη για ανάπτυξη συστημάτων παρατεταμένης αποδέσμευσης (διοχέτευσης) υποτασικών παραγόντων σε συγκεκριμένα σημεία των οφθαλμών».
Το νέο εμφύτευμα έχει μήκος περίπου 1 χιλιοστό και διάμετρο 0,2 χιλιοστά. Τοποθετείται με έγχυση στον πρόσθιο θάλαμο του ματιού. Πρόκειται για έναν χώρο γεμάτο με υγρό (λέγεται υδατοειδές υγρό), ο οποίος βρίσκεται στο εσωτερικό του ματιού, μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και της ίριδας. Η τοποθέτηση γίνεται με τοπική αναισθησία. Μόλις τοποθετηθεί το εμφύτευμα, οι πόροι του γεμίζουν με υδατοειδές υγρό και αρχίζει η αποδέσμευση της βιματοπρόστης.
Μέσα σε τρεις-τέσσερις μήνες έχει αποδεσμευτεί το μεγαλύτερο τμήμα του φαρμάκου και το εμφύτευμα έχει διασπαστεί σε σχεδόν μη ανιχνεύσιμα επίπεδα. Ωστόσο η δράση του συνεχίζεται για μεγάλο ακόμα χρονικό διάστημα.
«Νεότερα δεδομένα που παρουσιάσθηκαν στο πρόσφατο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Ακαδημίας Οφθαλμολογίας (ΑΑΟ 2021)έδειξαν κατ' αρχάς ότι μετά από τρία διαδοχικά εμφυτεύματα, με χρονική απόσταση τεσσάρων μηνών το ένα από το άλλο, η διάμεση ενδοφθάλμια πίεση παρουσίασε πολύ σημαντική μείωση», εξηγεί ο κ. Κανελλόπουλος. «Η αρχική τιμή της ήταν κατά μέσο όρο 23-24 mmHg πριν το πρώτο εμφύτευμα και έφτασε στο 16-17 mmHg μετά το τρίτο εμφύτευμα, όταν φυσιολογικές θεωρούνται οι τιμές κάτω από 21 mmHg».
Στη μελέτη συμμετείχαν 200 πάσχοντες από γλαύκωμα. Παρότι το τρίτο εμφύτευμα διασπάστηκε πριν περάσει ο πρώτος χρόνος θεραπείας, περισσότεροι από το 25% των συμμετεχόντων ασθενών (οι 54 από τους 200) δεν χρειάστηκαν συμπληρωματική θεραπεία με οφθαλμικές σταγόνες επί δύο χρόνια. Άλλοι δύο στους δέκα ασθενείς (18 από τους 200) παρέμεναν χωρίς θεραπεία για πάνω από τρία χρόνια μετά το τελευταίο εμφύτευμα. Υπάρχουν, όμως, 69 συμμετέχοντες οι οποίοι ακόμα δεν έχουν χρειαστεί συμπληρωματική θεραπεία.
Όλοι αυτοί οι ασθενείς έχουν σταθερό οπτικό πεδίο, σύμφωνα με τους ελέγχους που έγιναν στη διάρκεια αυτών των δύο-τριών ετών.
«Εκατομμύρια άνθρωποι ζουν με γλαύκωμα, το οποίο αποτελεί κύρια αιτία απώλειας της όρασης. Χρειαζόμαστε νέες θεραπευτικές επιλογές για να βοηθήσουμε ουσιαστικότερα τους ασθενείς μας», τονίζει ο κ. Κανελλόπουλος. «Τα νέα ευρήματα υποδηλώνουν ότι μετά την τρίτη θεραπεία με την εμφυτευόμενη βιματοπρόστη οι ασθενείς μπορεί να έχουν σταθερή μείωση της ενδοφθάλμιας πίεσης για περισσότερο από δύο χρόνια (μερικοί και για περισσότερο από τρία χρόνια), χωρίς να χρειασθούν πρόσθετη θεραπεία και διατηρώντας σταθερό το οπτικό πεδίο τους. Η παρατεταμένη δράση του φαρμάκου στην ενδοφθάλμια πίεση μπορεί να οφείλεται στην αναδιαμόρφωση των ιστών στην αποχετευτική οδό των οφθαλμών. Ωστόσο αυτό είναι κάτι που πρέπει να επιβεβαιωθεί σε περαιτέρω μελέτες. Άλλες μελέτες θα εξετάσουν πόση είναι η μέγιστη διάρκεια του εμφυτεύματος στην ενδοφθάλμια πίεση, καθώς και ποιοι παράγοντες επηρεάζουν την διάρκεια της ανταπόκρισης του οργανισμού σε αυτό».