Μέχρι στιγμής, η Γερμανία δείχνει να πετυχαίνει στη μάχη κατά του κορονοϊού πολύ καλύτερα από άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες. Τα νούμερα που αναλύθηκαν σε πρόσφατο άρθρο μας φανέρωσαν ότι η χώρα αυτή έχει 5 νεκρούς ανά 1 εκατομμύριο κατοίκους κάτι που την κατατάσσει στην 12η θέση της Ε.Ε. (περιλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου) και 637 κρούσματα ανά 1 εκ. κατοίκους, κατατασσόμενη στην 5η θέση.
Με άλλα λόγια ενώ έχει μία υψηλή αναλογία κρουσμάτων, διατηρεί ιδιαίτερα χαμηλή θέση σε αυτό που τελικά είναι και το κρισιμότερο: ο αριθμός των ατόμων που χάνουν τη ζωή τους λόγω της πανδημίας. Για να το περιγράψουμε πιο απλά, στη Γερμανία πεθαίνει το 0,74% των ανθρώπων που είναι θετικοί στον ιό ενώ στην Ισπανία το 7,82% ,και στην Ιταλία το 10,56% (στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό είναι 3.01% με 32 νεκρούς επί 1061 κρουσμάτων).
Η πρώτη και πιο προφανής εξήγηση είναι ότι στη Γερμανία διεξάγονται πολύ περισσότερα τεστ ανίχνευσης του κορονοϊου. Εκτιμάται ότι αυτή τη στιγμή διεξάγονται 120.000 τεστ στη Γερμανία κάθε εβδομάδα. Μέχρι τις 20 Μαρτίου είχαν διεξαχθεί συνολικά στην Ισπανία 30.000 τέτοια τεστ, στο Ηνωμένο Βασίλειο 65.000 και στην Ιταλία 200.000. Ο μεγαλύτερος αριθμός των τεστ θα πρέπει να αποδοθεί σε ένα συνδυασμό παραγόντων: αφ’ ενός η Γερμανία έχει τη τεχνική δυνατότητα να διεξάγει μεγάλο αριθμό τεστ και αφ’ ετέρου (εξαιτίας και αυτής της δυνατότητας) επέλεξε, αντίθετα, με άλλες χώρες να κάνει τεστ και σε άτομα που δεν παρουσιάζουν έντονα συμπτώματα του ιού.
Είναι λοιπόν φυσικό, αφού είναι μεγαλύτερος ο παρονομαστής, δηλαδή ο αριθμός των κρουσμάτων, θα είναι μικρότερο και το τελικό κλάσμα. Θα ήταν λάθος όμως να εξηγήσουμε το χαμηλό ποσοστό θνησιμότητας στη Γερμανία μόνο με μαθηματικούς όρους. Υπάρχουν και άλλες εξηγήσεις που θα πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη μας.
Ο μεγαλύτερος αριθμός των τεστ σημαίνει ότι τα άτομα λαμβάνουν την όποια θεραπευτική αγωγή νωρίτερα και βέβαια απομονώνονται σε πιο πρώιμη φάση. Είναι φυσικό να έχουμε καλύτερα αποτελέσματα ίασης αλλά και μεγαλύτερη προστασία των πιο ευάλωτων ομάδων καθώς επίσης και του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού.
Παράλληλα, το εθνικό σύστημα υγείας της Γερμανίας είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση από ό,τι τα αντίστοιχα συστήματα πολλών άλλων συστημάτων σε άλλες χώρες διαθέτοντας, μεταξύ άλλων, περισσότερες κλίνες εντατικής θεραπείας (29,2 ανά 100.000 κατοίκους έναντι 12,5 της Ιταλίας και 9,7 της Ισπανίας) αναλογικά με τον πληθυσμό της και καλύτερη δυνατότητα συνεργασίας δημοσίου και ιδιωτικού τομέα στον χώρο της υγείας.
Ένα επιπλέον στοιχείο είναι ότι ο μέσος όρος ηλικίας των ατόμων που βρέθηκαν θετικοί στον ιό στη Γερμανία είναι τα 46 έτη ενώ στην Ιταλία π.χ. είναι 63. Μολονότι οι θάνατοι από τον κορωνοϊό δεν περιορίζονται στα άτομα μεγάλης ηλικίας, είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι ο κίνδυνος θανάτου αυξάνεται με την ηλικία.
Φυσικά, δεν υπάρχει κανένας λόγος εφησυχασμού ακόμη και στη Γερμανία. Όλοι οι παρατηρητές συμφωνούν ότι και η χώρα αυτή δεν έχει δει ακόμη τα χειρότερα αλλά πάντως είναι βέβαιο ότι έχει κάνει μία καλύτερη αρχή από ό,τι άλλες χώρες. Εκείνο που αξίζει να σημειώσουμε πάντως ότι η Ελλάδα κατατάσσεται σε πολύ καλύτερη θέση σε ό,τι αφορά την αναλογία θανάτων ανά εκατομμύριο κατοίκους αφού είναι 16η έναντι της 12ης θέσης που έχει η Γερμανία. Είναι βέβαιο ότι όταν περάσει αυτή η πανδημία θα έχουμε πολλά να αναλυθούν από οικονομικής, πολιτικής και υγειονομικής πλευράς