«Ο ρόλος των μηνίσκων είναι η απορρόφηση των κραδασμών που είναι απαραίτητη για την ακεραιότητα του χόνδρου. Δρουν, δηλαδή, σαν αμορτισέρ μεταξύ του μηρού και της κνήμης. Κάθε γόνατο έχει δύο μηνίσκους, σε σχήμα μισοφέγγαρου (C), που αποτελούνται από ινώδη χόνδρο: τον μεγαλύτερο και λιγότερο κινητό έσω μηνίσκο, και τον μικρότερο και πιο κινητό έξω μηνίσκο. Ο μηνίσκος μπορεί να υποστεί ρήξη από τραυματισμό ή να φθαρεί με την πάροδο του χρόνου. Παλαιότερα, που δεν ήταν γνωστή η χρησιμότητά του για την ισορροπία, την κατανομή των συμπιεστικών δυνάμεων κατά την κίνηση, τη λίπανση και τη σταθεροποίηση των αρθρώσεων, αφαιρούσαν το σύνολό τους ή μέρος αυτών, όταν δημιουργούσαν σοβαρά συμπτώματα. Ωστόσο, έχει αποδειχθεί ο κίνδυνος αρθροπάθειας μετά από τη μηνισκεκτομή, ο οποίος αυξάνεται στα γόνατα με ανεπαρκή πρόσθιο χιαστό σύνδεσμο και κακή ευθυγράμμιση», μας εξηγεί ο Ορθοπαιδικός Χειρουργός δρ Δημήτρης Τριανταφυλλόπουλος, Διευθυντής Ορθοπαιδικής Κλινικής και Διευθυντής του Τμήματος Αναίμακτης Ορθοπαιδικής Χειρουργικής του Ιατρικού Ομίλου Αθηνών, Κλινική Περιστερίου. «Για το λόγο αυτό η σύγχρονη αντίληψη για τη θεραπεία του κατεστραμμένου μηνίσκου ειδικά στους νεότερους ασθενείς είναι η τοποθέτηση μοσχεύματος», προσθέτει.
Η μεταμόσχευση μηνίσκου πραγματοποιείται εδώ και πολλά χρόνια καθώς έχει χονδροπροστατευτικά αποτελέσματα, διατηρεί σταθερή την άρθρωση, προλαμβάνει τον επίμονο πόνο και παρέχει μεγαλύτερη κινητικότητα. Αυτά έχουν καταδειχθεί από τις λίγες, ομολογουμένως, μακροπρόθεσμες μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί για το θέμα.
Ενθαρρύνεται η μεταμόσχευση μηνίσκου
Τα αποτελέσματα μιας εξ αυτών, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Journal of Bone and Joint Surgery, είναι πολύ ενθαρρυντικά και προτρέπουν τους ασθενείς σε μεταμόσχευση μηνίσκου. Οι ερευνητές παρακολούθησαν 38 ασθενείς με μεταμόσχευση μηνίσκου κάτω των 50 ετών χωρίς αρθρίτιδα, για 11 χρόνια κατά μέσο όρο, μετά τη χειρουργική επέμβαση. Το 63% αυτών των μηνίσκων εξακολουθούσαν να είναι βιώσιμοι μετά από 10 χρόνια. Μόνο το 11% των ασθενών με επιτυχείς μεταμοσχεύσεις βίωναν πόνο όταν συμμετείχαν σε καθημερινές δραστηριότητες. Επίσης, σχεδόν το 72% των ασθενών ήταν σε θέση να συμμετάσχει σε αθλήματα χαμηλής έντασης, όπως ποδηλασία και κολύμβηση. Σε ασθενείς που χρειάστηκαν πρόσθετη χειρουργική επέμβαση, οι μεταμοσχεύσεις μηνίσκου είχαν διάρκεια ζωής μεταξύ 7 και 8 ετών, ανάλογα με την πλευρά του γόνατος που απαιτούσε χειρουργική επέμβαση.
Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και μια άλλη μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε πολύ νεαρότερους ασθενείς. Τα ευρήματα, μετά την παρακολούθηση σαράντα ασθενών μέσης ηλικίας 25 ετών και δείκτη μάζας σώματος 25,4 επί 2,5 χρόνια, επιβεβαίωσαν ότι η μεταμόσχευση μηνίσκου προσφέρει σημαντικά οφέλη. Η δημοσιευμένη στο The American Journal of Sports Medicine μελέτη αποκάλυψε ότι η μεταμόσχευση μηνίσκου και σε αυτές τις νεαρές ηλικίες μειώνει σημαντικά τον πόνο, τη συλλογή υγρού και βελτιώνει τη λειτουργικότητα σε ασθενείς με προηγούμενη μηνισκεκτομή.
«Η επέμβαση γίνεται αρθροσκοπικά, διαρκεί έως 2½ ώρες, εκτελείται υπό γενική αναισθησία και δεν απαιτεί νοσηλεία άνω των 24 ωρών. Αυτό που θα πρέπει να σημειωθεί είναι ότι οι επεμβάσεις αυτές είναι απολύτως ασφαλείς όσον αφορά τις λοιμώξεις εξαιτίας του μοσχεύματος, καθώς ο μηνίσκος συλλέγεται από ελεγμένους δότες, αποστειρώνεται και καταψύχεται μέχρι τη χρήση του και δεν υπάρχει κίνδυνος απόρριψης του μοσχεύματος, επειδή δεν υπάρχουν ζωντανά κύτταρα στα οποία να επιτεθεί το ανοσοποιητικό σύστημα του λήπτη. Μετεγχειρητικά ο ασθενής μπορεί να κινείται ευκολότερα και δεν πονά, αφού αποκλείεται η τριβή των χόνδρων της άρθρωσης μεταξύ τους», διευκρινίζει ο δρ Δημήτρης Τριανταφυλλόπουλος.
«Πέρα από τη μεταμόσχευση μηνίσκων υπάρχουν και μη χειρουργικές μέθοδοι θεραπείας των φθαρμένων χόνδρων. Πρόκειται για αυτόλογα βιοϋλικά, δηλαδή ουσίες που βρίσκονται φυσικά στο σώμα. Η χρήση τους έχει αναπτυχθεί για να βοηθήσει ασθενείς με εκφυλιστικές ρήξεις του μηνίσκου που δεν έχουν ανταποκριθεί στη συντηρητική θεραπεία ούτε είναι υποψήφιοι για αντικατάσταση του μηνίσκου. Το πλούσιο σε αιμοπετάλια πλάσμα είναι μία από τις μεθόδους αυτές, η οποία δεν γίνεται υπό αναισθησία και έχει ελάχιστο χρόνο αποκατάστασης. Πρόκειται για μια απλή διαδικασία που απαιτεί λήψη 30-60 ml αίματος από τον ίδιο τον ασθενή, διπλή
φυγοκέντρησή του και έγχυσή του στην πάσχουσα περιοχή, όπου εκκρίνουν επουλωτικούς αυξητικούς παράγοντες για διάστημα 10 περίπου ημερών. Αναλόγως της σοβαρότητας της βλάβης μπορεί να χρειαστούν 2-3 επαναλήψεις», συμπληρώνει ο δρ Δημήτρης Τριανταφυλλόπουλος και καταλήγει: «Άλλη μια εναλλακτική λύση, που δεν απαιτεί νοσηλεία ούτε χρόνο ανάρρωσης, είναι τα μεσεγχυματικά βλαστικά κύτταρα, τα οποία, όταν μεταφέρονται στην τραυματισμένη περιοχή, μπορούν να αναπτυχθούν στο είδος των κυττάρων που χρειάζεται για να βοηθήσουν στη διόρθωση της βλάβης».