Η συσχέτιση κακού ύπνου με την άνοια δεν ήταν κάτι γνωστό μέχρι τώρα αλλά στη νέα μελέτη που έγινε οι ερευνητές αναφέρουν με κείμενό τους στο The Conversation ότι ο κακός ύπνος δεν είναι μόνο η αϋπνία αλλά και ο διακοπτόμενος. Ο διακοπτόμενος ύπνος έχει ακόμα μεγαλύτερη επίδραση στην εγκεφαλική λειτουργία και επηρεάζει τη μνήμη και τη διάθεση την επόμενη μέρα ειδικά τα άτομα με Αλτσχάιμερ σε σύγκριση με όσους έχουν ήπια γνωστική εξασθένηση ή και κανέναν τέτοιο πρόβλημα.
Για να εξετάσουν καλύτερα τη σύνδεση αυτή οι ερευνητές Sara Balouch, λέκτορας ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Brighton και ο Derk-Jan Dijk, Καθηγητής Φυσιολογίας του Ύπνου και Διευθυντής της Ερευνητικής Ομάδας της Surrey Sleep Research Centre στο πανεπιστήμιο του Surrey αναφέρουν σε άρθρο τους στο The Conversation ότι βρήκαν 15 συμμετέχοντες με Αλτσχάιμερ, 8 με ήπια συμπτώματα γνωστικής εξασθένησης και 22 με καθόλου σημάδια γνωστικής εξασθένηση ώστε να κάνουν μια σύγκριση ανάμεσα στην λειτουργία του ύπνου και τη λειτουργία του την ημέρα.
Τι έκαναν οι συμμετέχοντες στη μελέτη και η παρατήρηση...έκπληξη
Για δύο εβδομάδες οι συμμετέχοντες κατέγραφαν την ποιότητα του ύπνου τους και πόσες ώρες κοιμόντουσαν. Για να ελέγξουν αν η προηγούμενη νύχτα είχε κάποια επίδραση στην γνωστική τους ικανότητα οι ερευνητές καλούσαν στο τηλέφωνο κάθε πρωί τους συμμετέχοντες για να τεστάρουν την ικανότητα σκέψης και τη μνήμη τους. Για παράδειγμα, ζητούσαν από τους συμμετέχοντες να μετρήσουν ανάποδα ή να θυμηθούν μια λίστα με λέξεις.Πέρα από αυτό, οι συμμετέχοντες έπρεπε να συμπληρώσουν καθημερινές μετρήσεις της διάθεσής τους και αν παρατηρούσαν προβλήματα μνήμης οι ίδιοι, όπως το ξεχνούν ένα ραντεβού. Για να διασφαλίσουν ότι όντως ισχύουν όσα αναφέρουν οι συμμετέχοντες στους ερευνητές και όταν θα ολοκληρώνονται οι δραστηριότητες αυτές ζητούσαν από τους φροντιστές τους να τους υπενθυμίζουν τι έχουν να κάνουν και να κρατούν αρχείο με τις καθημερινές δραστηριότητές τους.
Αυτό που παρατήρησαν είναι όταν ο ύπνος είναι συνεχόμενος χωρίς να διακόπτεται τη νύχτα βοηθούσε πολύ τα άτομα την επόμενη μέρα σε ότι είχαν να κάνουν. Οι συμμετέχοντες με Αλτσχάιμερ είχαν βελτιωμένη ετοιμότητα το επόμενο απόγευμα και δεν είχαν μεγάλο πρόβλημα μνήμης ούτε και έκαναν κατά κατά την διάρκειά της ημέρας. Τόσο οι ασθενείς με Αλτσχάιμερ και όσοι είχαν ήπια γνωστικά προβλήματα είχαν ολοένα και λιγότερα συμπεριφορικά προβλήματα όπως τάση για κλάμα, ευερεθιστότητα και συνεχόμενες ερωτήσεις την επόμενη μέρα. Αυτό που παρατήρησαν με έκπληξη σε όλους τους συμμετέχοντες είναι ότι πέρα από το αν είχαν γνωστική ή όχι εξασθένηση ο καλύτερος συνεχής ύπνος δεν βοηθούσε στην ικανότητα μέτρησης την επόμενη μέρα αλλά μάλλον το αντίθετο.
Αυτή η παρατήρηση μπορεί να βασίζεται και σε άλλους παράγοντες που μπορεί να επηρέασαν τα αποτελέσματα όπως το φύλο, η ηλικία και η εκπαίδευση. Από την έρευνα αποκλείστηκαν τα άτομα που πάσχουν από άγχος, κατάθλιψη και διαταραχές ύπνο, γιατι αυτά επηρεάζουν την γνωστική ικανότητα και αυτό σίγουρα θα μπορούσε να επηρεάζει τα αποτελέσματα.
Παρόλο που η μελέτη ήταν μικρή, τα ευρήματα φαίνεται να σχετίζονται με τα συμπεράσματα άλλων ερευνών. Αυτό που φαίνεται ωστόσο να παίζει ρόλο είναι πόσο ύπνο χρειάζεται ο καθένας. Η έρευνα δεν εξέτασε γιατί ο συνεχόμενος ύπνος ήταν σημαντικός για την καλή λειτουργία του εγκεφάλου την επόμενη μέρα, αυτό που είναι όμωε κατανοητό είναι ότι ο ύπνος βοηθά να καθαρίζει το αμυλοειδές (ένας τύπος πρωτεΐνης) στον εγκέφαλο. Αν τα αποθέματα της πρωτεΐνης δεν απομακρυνθούν με τον βαθύ, συνεχόμενο ύπνο μπορεί να μετατραπούν σε πλάκες στον εγκέφαλο που συνδέονται με την μνήμη και την γνωστική λειτουργία. Οι αμυλοειδείς πλάκες είναι επίσης ένα από τα χαρακτηριστικά της νόσου του Αλτσχάιμερ.
Παρόλα αυτά δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο ότι ο συνεχόμενος ύπνος οδήγησε σε χαμηλότερη επίδοση σε ότι αφορά την μέτρηση. Μπορεί να παίζει ρόλο που η δραστηριότητα αυτή έπρεπε να γίνει το πρωί καθώς πολλοί συμμετέχοντες το πρωί νιώθουν σύγχυση και η γνωστική τους ικανότητα είναι μειωμένη αμέσως όταν ξυπνάνε για αυτό είναι σημαντικό να γίνουν νέες έρευνες σχετικά και με περισσότερους συμμετέχοντες.
Μελλοντικά οι ερευνητές αναφέρουν ότι καλό θα ήταν να μετρήσουν τα εγκεφαλικά κύματα αλλά και τη θερμοκρασία του σώματος και την κίνηση των ματιών για να μπορέσουν να πάνε ένα σκαλοπάτι μπροστά την έρευνα και να κατανοήσουν καλύτερα την διαδικασία της μάθησης και την μνήμης.
Πηγή: https://theconversation.com/