Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του Παγκόσμιου Παρατηρητηρίου Καρκίνου (Global Cancer Observatory), περισσότερα από 5.600 άτομα στην Ελλάδα μαθαίνουν ετησίως ότι πάσχουν από καρκίνο της κύστης, ενώ οι ασθενείς που χάνουν κάθε χρόνο τη ζωή τους εξαιτίας του υπερβαίνουν τους 1.500.
Οι άνδρες που πάσχουν από τη νόσο είναι περισσότεροι από τις γυναίκες, καθώς ετησίως αποτελούν σχεδόν το 85% των νέων περιστατικών. «Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστεως είναι μία ύπουλη νόσος, με υψηλά ποσοστά υποτροπής, ο οποίος στα αρχικά στάδιά του δεν προκαλεί "κραυγαλέα" συμπτώματα», λέει ο Χειρουργός-Ουρολόγος δρ Ηρακλής Πούλιας, διευθυντής της Β' Ουρολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου Μητέρα - Ομίλου ΥΓΕΙΑ, τ. πρόεδρος της Ελληνικής Ουρολογικής Εταιρείας.
Στην πραγματικότητα, ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης ανακαλύπτεται κατά τη διερεύνηση αιματουρίας ή εντόνων κυστικών ενοχλημάτων, αλλά και σε τυχαίο απεικονιστικό έλεγχο. «Πολλοί ασθενείς εμφανίζουν σαν πρώτο σύμπτωμα την αιματουρία και η διάγνωση τίθεται εγκαίρως», λέει. «Υπάρχουν όμως και ασθενείς που εμφανίζουν επίμονο "τσούξιμο" κατά την ούρηση, λίγη συχνουρία, ίσως επιτακτική ανάγκη για ούρηση και λίγο πόνο στην κύστη, ενδείξεις που μπορεί να κρύβουν καρκίνο κύστης. Τα συμπτώματα αυτά δεν τους θορυβούν και συχνά αποδίδονται, ακόμα και από μη ειδικούς ιατρούς, σε κυστίτιδα. Έτσι, χορηγούνται στον ασθενή αντιβιοτικά και, όταν βελτιωθούν κάπως τα συμπτώματα, εκείνος νομίζει ότι έγινε καλά».
Ωστόσο, ο καρκίνος εξακολουθεί να υποβόσκει και να τροφοδοτεί τα συμπτώματα της «κυστίτιδας». Αυτό είναι και το πιο επικίνδυνο, σύμφωνα με τον ειδικό. «Τα συμπτώματα αυτά δεν τρομάζουν τον ασθενή, ώστε να ξαναπάει στον ιατρό», λέει. «Μόνο όταν αναπτυχθεί αιματουρία, θορυβούνται οι περισσότεροι πάσχοντες. Ωστόσο η "κυστίτιδα" εμφανίζεται πολύ νωρίτερα. Επομένως, όποιος έχει επίμονα συμπτώματα που μοιάζουν με αυτά της κυστίτιδας για 1 μήνα ή περισσότερο, πρέπει πάντοτε να αξιολογείται για τυχόν καρκίνο στην κύστη».
Το αίμα στα ούρα συνήθως δεν γίνεται εμφανές δια γυμνού οφθαλμού στα αρχικά στάδια του καρκίνου στην κύστη. Γίνεται όμως αντιληπτό ως μικροαιματουρία στην ανάλυση ούρων. Με την πάροδο του χρόνου και καθώς εξελίσσεται ο καρκίνος, η αιμορραγία αυξάνεται και τελικά μπορεί να γίνει ορατή στα ούρα. «Η εμφάνισή της δεν σχετίζεται απαραιτήτως με το στάδιο της νόσου», διευκρινίζει ο κ. Πούλιας. «Μπορεί ένας μικρός όγκος, σαν φουντούκι, να ματώνει πολύ και ένας άλλος όγκος, σαν καρύδι, καθόλου. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, ο όγκος είναι η αιτία της αιματουρίας».
Η αιματουρία που προκαλεί ο καρκίνος της ουροδόχου κύστεως έχει ορισμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Κατ' αρχάς, είναι ανώδυνη, διαλείπουσα (παρουσιάζεται σε ακατάστατα χρονικά διαστήματα) και απρόκλητη (δεν προκαλείται π.χ. από κάποιο μικροτραυματισμό). Επιπλέον, είναι ολική. Αυτό σημαίνει πως ο ασθενής βλέπει τα ούρα του να έχουν χρώμα σαν του τσαγιού καθ΄ όλη τη διάρκεια της ούρησης, από την έναρξη έως το τέλος της.
«Το αίμα που προκαλεί ο καρκίνος της ουροδόχου κύστεως είναι πολύ. Δεν πρόκειται για μία σταγόνα στο χαρτί, αλλά για αίμα που σκουραίνει το χρώμα των ούρων. Αυτού του είδους η αιμορραγία πρέπει αμέσως να αξιολογείται για το ενδεχόμενο καρκίνου στην κύστη», επισημαίνει ο κ. Πούλιας. Απαραίτητο είναι ακόμα όποιος βλέπει τα ούρα του άλλοτε να έχουν το χρώμα του τσαγιού και άλλοτε το φυσιολογικό κίτρινο/υποκίτρινο χρώμα, να συμβουλεύεται δίχως καθυστέρηση έναν ουρολόγο ιατρό. «Η διαλείπουσα, δηλαδή η διακοπτόμενη εμφάνιση της αιματουρίας εφησυχάζει πολλούς ασθενείς, αλλά είναι λάθος», προειδοποιεί ο ειδικός.
Τα συμπτώματα αυτά έχουν μεγάλη σημασία διότι δυστυχώς μόνο οι μισοί καρκίνοι της ουροδόχου κύστεως γίνονται αντιληπτοί σε αρχικά στάδια, όταν οι πιθανότητες επιτυχούς αντιμετώπισης είναι σημαντικά αυξημένες. Από τους υπόλοιπους όγκους, σχεδόν ο ένας στους τρεις έχουν εισδύσει στις βαθύτερες στοιβάδες του εσωτερικού τοιχώματος της κύστης (διηθητικοί καρκίνοι) μέχρι να διαγνωστούν και οι υπόλοιποι έχουν εξαπλωθεί στους παρακείμενους ιστούς ή στους λεμφαδένες εκτός κύστεως. Υπάρχουν και περιπτώσεις (περίπου το 4% του συνολικού αριθμού) κατά τις οποίες ο καρκίνος της ουροδόχου κύστεως έχει ήδη προκαλέσει απομακρυσμένες μεταστάσεις όταν γίνεται αντιληπτός.
Ο καρκίνος της κύστης προσβάλλει κυρίως ηλικιωμένους ανθρώπους, γι' αυτό και η ηλικία είναι ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου. Η μέση ηλικία των ασθενών κατά τη διάγνωση είναι τα 73 έτη. Υπάρχει, όμως, ένα 10% των περιστατικών που καταγράφονται σε μεσήλικες κάτω των 55 ετών. Ο πιο ισχυρός, όμως, παράγοντας κινδύνου για καρκίνο στην κύστη είναι το κάπνισμα. Μελέτες έχουν δείξει πως οι καπνιστές διατρέχουν τριπλάσιο κίνδυνο να τον εκδηλώσουν σε σύγκριση με τους μη καπνιστές. Υπολογίζεται ότι το κάπνισμα προκαλεί τουλάχιστον τα μισά περιστατικά καρκίνου της κύστης σε άνδρες και γυναίκες.
Σύμφωνα με την Αμερικανική Εταιρεία Καρκίνου (ACS), ορισμένα βιομηχανικά χημικά επίσης σχετίζονται με τον καρκίνο αυτό. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται αρωματικές αμίνες όπως η βενζιδίνη και η βήτα-ναφθυλαμίνη, που μερικές φορές χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία βαφών.
Υπάρχουν επίσης οργανικά χημικά που σχετίζονται με τον καρκίνο της κύστης. Οι βιομηχανίες που εγκυμονούν αυξημένο κίνδυνο συμπεριλαμβάνουν τις βιομηχανίες καουτσούκ, δέρματος, υφασμάτων, χρωμάτων και εκτυπώσεων. Οι βαφείς, οι μηχανουργοί, οι τυπογράφοι, οι κομμωτές (πιθανώς λόγω της μεγάλης έκθεσης στις βαφές των μαλλιών) και οι οδηγοί φορτηγών (πιθανώς λόγω μεγάλης έκθεσης στις αναθυμιάσεις του ντίζελ) είναι επαγγέλματα υψηλού κινδύνου.
Ιδιαίτερα αυξημένος κίνδυνος υπάρχει όταν τα προαναφερθέντα επαγγέλματα υψηλού κινδύνου συνδυάζονται με το κάπνισμα. Τον κίνδυνο για καρκίνο της κύστης μπορεί να αυξήσει και το φάρμακο πιογλιταζόνη, ειδικά όταν χορηγείται σε υψηλές δόσεις, καθώς και η λήψη διατροφικών συμπληρωμάτων που περιέχουν το συστατικό αριστολοχικό οξύ (κυρίως από βότανα της οικογένειας της αριστολοχίας).
Η κατανάλωση μη ασφαλούς νερού, που περιέχει αρσενικό, επίσης είναι παράγοντας κίνδυνου. Το ίδιο και η ελλιπής κατανάλωση νερού που έχει ως συνέπεια μειωμένη ούρηση, η οποία δίνει την ευκαιρία στα κάθε είδους χημικά να λιμνάζουν στην ουροδόχο κύστη. Άλλοι παράγοντες κινδύνου είναι το φύλο (ο καρκίνος της κύστης είναι πιο συχνός στους άνδρες), το οικογενειακό ιστορικό της νόσου, διάφορες συγγενείς (εκ γενετής) ή επίκτητες παθήσεις της κύστης κ.λπ.
Η θεραπεία του καρκίνου της ουροδόχου κύστεως εξαρτάται από παράγοντες, όπως το στάδιο της νόσου, η ηλικία και η γενικότερη κατάσταση της υγείας του ασθενούς και οι πιθανότητες ιάσεως. Σε πολλές περιπτώσεις απαιτούνται περισσότερα από ένα είδη θεραπείας, με τη χειρουργική αφαίρεση του καρκίνου να αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της αντιμετώπισης. Μετά τη θεραπεία, όμως, «απαιτείται προσεκτική, μακροχρόνια παρακολούθηση του ασθενούς, διότι τα ποσοστά υποτροπής είναι αυξημένα», τονίζει ο κ. Πούλιας. «Οι πιθανότητες υποτροπής εξαρτώνται από το βαθμό κακοήθειας και το στάδιο του αρχικού όγκου. Σε βάθος πενταετίας κυμαίνονται από περίπου 65% για τους πρώιμους καρκίνους έως περίπου 75% στους πιο προχωρημένους», καταλήγει ο κ. Πούλιας.