Η δυσφορία και τα προβλήματα που μπορεί να προκαλέσουν στην υγεία μας οι υψηλές θερμοκρασίες δεν εξαρτώνται μόνο από την άνοδο του υδραργύρου αλλά και από τα επίπεδα της υγρασίας, λένε οι επιστήμονες, καθώς αυτός ο συνδυασμός δημιουργεί τις χειρότερες συνθήκες όπως εξηγούν.
Τα όρια της ικανότητας προσαρμογής
Σε μια μελέτη του 2010, οι ερευνητές εκτιμούσαν ότι μια θερμοκρασία υγρού λαμπτήρα ίση με θερμοκρασία 35 βαθμών Κελσίου σε περιβάλλον με 100% υγρασία ή 46 βαθμών με 50% υγρασία, θα ήταν το ανώτατο όριο ασφάλειας πέρα από το οποίο το ανθρώπινο σώμα δεν θα μπορούσε πλέον να χρησιμοποιεί ικανοποιητικά τον μηχανισμό της εφίδρωσης για να διατηρεί σταθερή την θερμοκρασία του.
Μόλις πρόσφατα αυτό το όριο δοκιμάστηκε σε ανθρώπους, σε ελεγχόμενες συνθήκες εργαστηρίου. Και τα αποτελέσματα ήταν ακόμα πιο ανησυχητικά από το αναμενόμενο...
Πώς έγινε η μελέτη
Οι ερευνητές, προκειμένου να απαντήσουν στο ερώτημα «πότε η ζέστη είναι αβάσταχτη» για τον ανθρώπινο οργανισμό, επιστράτευσαν νέους, υγιείς ενήλικες σε μια δοκιμασία αντοχής στο θερμικό στρες, σε ελεγχόμενο περιβαλλοντικό θάλαμο, στις εγκαταστάσεις του εργαστηρίου Noll στο Πανεπιστήμιο Penn State.
Κάθε ένας από τους συμμετέχοντες, κατάπιε ένα μικρό χάπι τηλεμετρίας ώστε να αποτυπώνεται καθ' όλη την διάρκεια της διαδικασίας η θερμοκρασία του σώματος του.
Οι επιστήμονες, οδήγησαν τους συμμετέχοντες σε έναν θάλαμο ελεγχόμενων συνθηκών, όπου εκείνοι κινούνταν τόσο ώστε να προσομοιώνουν κάποιες ελάχιστες δραστηριότητες της καθημερινότητας, όπως είναι το ντους, το μαγείρεμα και η κατανάλωση φαγητού.
Οι ερευνητές σταδιακά αύξαναν είτε τη θερμοκρασία στον θάλαμο είτε τα ποσοστά υγρασίας, σε διαδοχικές ξεχωριστές ποσοστώσεις και κατέγραφαν την θερμοκρασία στο σώμα των συμμετεχόντων στην δοκιμή.
Όταν ο συνδυασμός συγκεκριμένης θερμοκρασίας και ποσοστού υγρασίας έδειξε συνεχή αύξηση στην θερμοκρασία του σώματος όσων βρίσκονταν στον θάλαμο, οι μελετητές είχαν πλέον μια μετρήσιμη παράμετρο για αυτό που ονομάζεται «κρίσιμο περιβαλλοντικό όριο».
Κάτω από αυτό το σημείο, το σώμα είναι σε θέση να διατηρήσει μια σχετικά σταθερή θερμοκρασία για μεγάλες χρονικές περιόδους. Πάνω από αυτό όμως η θερμοκρασία ξεκινά να αυξάνεται συνεχώς και μαζί της και ο κίνδυνος για βλάβες στην υγεία που σχετίζονται με την παρατεταμένη έκθεση στην θερμότητα.
Πώς αντιδρά το σώμα
Όταν το σώμα υπερθερμαίνεται, η καρδιά καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια για να κρατήσει σε φυσιολογικά επίπεδα την κυκλοφορία του αίματος ενώ ταυτόχρονα η εφίδρωση μπορεί να οδηγήσει σε αφυδάτωση, με πιο σοβαρό κίνδυνο αυτόν της πρόκλησης θερμοπληξίας.
Οι νεότερες επιστημονικές παρατηρήσεις, αλλάξαν το όριο που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν ως σημείο αναφοράς για την αντοχή μας σε τέτοιες συνθήκες, μεταβάλλοντας το σε 31 βαθμούς Κελσίου σε ένα περιβάλλον με 50% έως 100% υγρασία, ή 38 βαθμών σε συνδυασμό με 60% υγρασία περιβάλλοντος.
Η διαφορά ανάμεσα σε ξηρό ή υγρό περιβάλλον
Οι θερμοκρασίες που καταγράφηκαν φέτος σε πολλά μέρη του κόσμου, σε πολλές περιπτώσεις ξεπέρασαν κατά πολύ τις τιμές που σημείωναν ως όριο αντοχής οι επιστήμονες στο εργαστήριο.
Όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, τα ποσοστά υγρασίας στο περιβάλλον είναι εκείνα που κάνουν την διαφορά.
Σε ζεστά, ξηρά περιβάλλοντα, τα κρίσιμα περιβαλλοντικά όρια δεν καθορίζονται από τις θερμοκρασίες επειδή σχεδόν όλος ο ιδρώτας που παράγει το σώμα εξατμίζεται, με αποτέλεσμα το σώμα να δροσίζεται ικανοποιητικά. Όμως ακόμα και ο μηχανισμός της εφίδρωσης, έχει πεπερασμένες ικανότητες, εξηγούν οι γιατροί που θυμίζουν ότι πίεση στην καρδιά και στις φυσιολογικές λειτουργίες του οργανισμού μπορεί να ασκήσουν ακόμα και πιο χαμηλές θερμοκρασίες που συνυπάρχουν με υγρασία.
Οι μελέτες έδειξαν ότι ο καρδιακός ρυθμός αρχίζει να αυξάνεται πολύ πριν από την άνοδο της θερμοκρασίας μας. Και ενώ για τους περισσότερους από εμάς η συγκυριακή υπέρβαση των ορίων που οι ειδικοί θεωρούν ασφαλή μπορεί να αντιμετωπιστεί, η παρατεταμένη έκθεση σε τέτοιες συνθήκες μπορεί να είναι εξοντωτική για ευάλωτους πληθυσμούς όπως οι ηλικιωμένοι και όσοι αντιμετωπίζουν χρόνια νοσήματα.
Τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών αποτελούν περίπου το 80% έως 90% των θυμάτων από τον καύσωνα, επισημαίνουν οι ερευνητές, καθώς είναι η ηλικιακή ομάδα που συγκεντρώνει επιπλέον επιβαρυντικά χαρακτηριστικά όπως καρδιακές και αναπνευστικές παθήσεις αλλά και φαρμακευτικές αγωγές που αλληλοεπιδρούν αρνητικά με τις υψηλές θερμοκρασίες.
Πώς προστατευόμαστε από το «κοκτέιλ» ζέστης-υγρασίας
Ενυδάτωση και μέρος με σκιά, είναι τα δυο βασικά ζητούμενα που πρέπει να θυμόμαστε τις μέρες που ο υδράργυρος “χτυπάει κόκκινο”. Το καλύτερο θα ήταν η καταφυγή σε κλιματιζόμενο μέρος, μολονότι αρκετοί συνυπολογίζουν πλέον και το κόστος πριν αποφασίσουν να πατήσουν τον διακόπτη του κλιματιστικού τους.
Η κλιματική αλλαγή δεν είναι πια μια θεωρητική συζήτηση, τονίζουν οι επιστήμονες, αλλά μια πραγματικότητα που πρέπει να αντιμετωπιστεί ευθέως.
Πηγή: The Conservation