Όπως όμως διαπιστώθηκε πρόσφατα, η επαφή με τους ρύπους που αφήνει το κάπνισμα στο περιβάλλον, όπως στα ρούχα, τις επιφάνειες των επίπλων, τις κουρτίνες ή τις ταπετσαρίες του αυτοκινήτου, πυροδοτεί και τους μηχανισμούς που ευθύνονται για την εμφάνιση φλεγμονωδών δερματικών νόσων, όπως η ψωρίαση.
«Το κάπνισμα είναι γνωστό για τις σημαντικές βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στο δέρμα και τους βλεννογόνους, ορισμένες από τις οποίες μπορεί να είναι απειλητικές για τη ζωή, εξαιτίας των 7 βλαβερών ουσιών που περιέχει.
Στις άμεσες επιπτώσεις περιλαμβάνεται το κιτρίνισμα των δακτύλων και των νυχιών και η καθυστέρηση της επούλωσης των πληγών, ενώ εκείνες που εμφανίζονται μετά από χρόνια καπνίσματος είναι το ξηρό δέρμα και η πρόωρη γήρανση.
Έχει αποδειχθεί δε ότι οι καπνιστές με δερματολογικές παθήσεις όπως η ψωρίαση, η παλαμο-πελματιαία φλυκταινώδης δερματίτιδα και ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, έχουν εντονότερα συμπτώματα. Επίσης, το κάπνισμα αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου, κυρίως μέσα και γύρω από το στόμα, ενώ διπλασιάζει τις πιθανότητες ανάπτυξης ακανθοκυτταρικού καρκινώματος», επισημάνει ο Δερματολόγος - Αφροδισιολόγος δρ Χρήστος Στάμου.
«Εξίσου επιβλαβές για το δέρμα είναι το παθητικό ή δευτερογενές κάπνισμα, το οποίο αφορά την εισπνοή του εκπνεόμενου από καπνιστή καπνού και την άμεση δερματική επαφή με τον καπνό που αφήνει η καύση προϊόντων του, δεδομένου ότι από τις 7 χημικές ουσίες τοξικές είναι αρκετές εκατοντάδες και περίπου 70 είναι καρκινογόνες.
Το τριτογενές κάπνισμα ή κάπνισμα από τρίτο χέρι, που αφορά στην επαφή με επιφάνειες που έχουν συσσωρευτεί ρύποι του καπνού, είναι επίσης επικίνδυνο για την υγεία του δέρματος. Αυτοί μπορεί να παραμείνουν πάνω σε μαλακές κυρίως επιφάνειες (όπως ρούχα, κλινοσκεπάσματα και χαλιά) επ' αόριστον. Επίσης, ουσίες που εκλύονται στον αέρα καθιζάνουν ως σωματίδια που μοιάζουν με σκόνη σε σκληρές επιφάνειες όπως πάγκοι, τραπέζια, τοίχοι, δάπεδα και μέσα σε οχήματα και μπορούν να παραμείνουν εκεί για πολλούς μήνες.
Αυτοί οι ρύποι επανεκπέμπονται ως αέρια ή αντιδρούν με οξειδωτικά και άλλες ενώσεις στο περιβάλλον δίνοντας δευτερογενείς ρύπους, όπως οι νιτροζαμίνες, οι οποίες προκαλούν βλάβες στο δέρμα», προσθέτει. Οι τρεις κύριοι τρόποι έκθεσης στο τριτογενές κάπνισμα είναι η εισπνοή, η κατάποση και η δερματική επαφή. Δεδομένης της έκτασης του δέρματος, η έκθεση μέσω αυτού είναι η μεγαλύτερη και συνεπώς αυτή που δυνητικά έχει τις περισσότερες επιπτώσεις.
Για να αξιολογηθούν οι πιθανές επιπτώσεις στη δερματική υγεία από το τριτογενές κάπνισμα, Αμερικανοί ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια διεξήγαγαν μια έρευνα, -την πρώτη που πραγματοποιήθηκε σε ανθρώπους-, για να μετρήσουν τους βιοδείκτες οξειδωτικού στρες στα ούρα και στο πλάσμα και μεταβολών στο πρωτεώμιο (μια σειρά πρωτεϊνών που παράγονται σε έναν οργανισμό, ιστό, κύτταρο ή σύνολο κυττάρων) του πλάσματος.
Σε αυτήν συμμετείχαν 10 υγιείς ενήλικες, μη καπνιστές, οι οποίοι φόρεσαν ρούχα εμποτισμένα με ουσίες από τριτογενές κάπνισμα για 3 ώρες, και εκτελούσαν 15 λεπτά άσκησης κάθε ώρα για την πρόκληση εφίδρωσης ώστε να αυξάνεται η πρόσληψη των ουσιών μέσω του δέρματος. Όσοι αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου φόρεσαν καθαρό ρουχισμό για το ίδιο χρονικό διάστημα, κάνοντας την ίδια άσκηση.
Τα δείγματα ούρων συλλέχθηκαν πριν από την έκθεση, αμέσως μετά από αυτήν (3 ώρες), στις 8 ώρες, το επόμενο πρωί και 22 ώρες μετά από την έκθεση και
αναλύθηκαν.
Η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ότι η οξεία έκθεση του δέρματος σε τριτογενές κάπνισμα αυξάνει τους βιοδείκτες που σχετίζονται με την έναρξη δερματικών παθήσεων, όπως η δερματίτιδα εξ επαφής και η ψωρίαση.
Από τα αποτελέσματα της μελέτης, που δημοσιεύθηκε στο eBioMedicine της οικογένειας περιοδικών The Lancet, φάνηκε ότι η οξεία έκθεση σε τριτογενές κάπνισμα προκάλεσε αύξηση των βιοδεικτών ούρων για την οξειδωτική βλάβη του DNA, των λιπιδίων και των πρωτεϊνών, και αυτοί οι βιοδείκτες παρέμειναν υψηλοί μετά από τη διακοπή της έκθεσης, όπως ακριβώς συμβαίνει και στους καπνιστές.
«Είναι αποδεδειγμένο ότι όσοι κάνουν χρήση προϊόντων καπνού έχουν διπλάσιες πιθανότητες να εμφανίσουν ψωρίαση από τους μη καπνιστές, κυρίως όσοι έχουν οικογενειακό ιστορικό. Επίσης, είναι σοβαρότερης μορφής και δυσκολότερο να θεραπευτούν.
Όσον αφορά στη γνώση μας σχετικά με τις επιδράσεις του καπνίσματος από τρίτο χέρι, αυτή είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Από τα μέχρι τώρα στοιχεία, πάντως, φαίνεται ότι είναι εξίσου επικίνδυνη με το κάπνισμα και το δευτερογενές κάπνισμα.
Είναι λοιπόν προτιμότερο να προστατεύουμε τον εαυτό μας, τα παιδιά και τους ηλικιωμένους κάνοντας πιο σοφές επιλογές, όπως την αποφυγή παραμονής σε χώρους που επιτρέπουν το κάπνισμα (παρά την απαγόρευση) ή που έχουν εκτεθεί επί μακρόν σε καπνό τσιγάρων (π.χ. δωμάτια ξενοδοχείων, μεταχειρισμένα αυτοκίνητα). Αυτή η επιμονή θα μας προστατεύσει από την εμφάνιση δερματικών παθήσεων που ταλαιπωρούν τους ασθενείς και φυσικά από κάθε επίπτωση που έχει στον οργανισμό», καταλήγει ο δρ Χρήστος Στάμου.