Ένοχο για τη μεγάλη πλειονότητα των επιφανειακών μυκητιασικών λοιμώξεων παγκοσμίως είναι το Trichophyton rubrum (T. rubrum), ένα δερματόφυτο που έχει την ικανότητα να εισβάλλει σε κερατινοποιημένους ιστούς.
«Το συγκεκριμένο δερματόφυτο μπορεί να προκαλέσει λοίμωξη οπουδήποτε στο δέρμα. Οι περιοχές που προσβάλλονται συχνότερα είναι τα πόδια, τα νύχια, η βουβωνική περιοχή, οι μασχάλες και το τριχωτό της κεφαλής. Προκαλεί ήπια έως μέτρια δερματολογικά συμπτώματα, αναλόγως της σοβαρότητας της λοίμωξης, η οποία πιστεύεται ότι εξαρτάται από την ανοσολογική απόκριση του ασθενή στον μικροοργανισμό.
Αποικίζει τις εξωτερικές στιβάδες του δέρματος και προκαλεί επίμονες λοιμώξεις, όπως "πόδι του αθλητή", ονυχομυκητίαση, μυκητίαση στη βουβωνική χώρα και δερματοφυτία κορμού,προσώπου και άκρων», διευκρινίζει η Βιοπαθολόγος – Μικροβιολόγος Ελένη Μπαλαμπάνη και εξηγεί ότι συχνά οι οξείες εκδηλώσεις από το T. rubrum μπορούν να αντιμετωπιστούν επιτυχώς με ένα τοπικό αντιμυκητιασικό.
Ωστόσο, στη χρόνια μορφή το T. rubrum μπορεί να εισβάλει στα βαθύτερα επίπεδα της επιδερμίδας, καταστέλλοντας την ανοσολογική απόκριση και παρατείνοντας τα συμπτώματα, μεταξύ των οποίων είναι ο ήπιος έως έντονος κνησμός, το φολιδωτό δέρμα και οι πλάκες. Στα νύχια προκαλεί πάχυνσή τους, αλλοίωση του χρώματός τους, -το οποίο παίρνει μια κιτρινο-καφέ απόχρωση-, παραμόρφωση του σχήματός τους και της συνοχής τους - γίνονται πιο εύθραυστα και εύθρυπτα. Επιπλέον, μυρίζουν ελαφρώς άσχημα.
Η έγκαιρη διάγνωση της μυκητιασικής λοίμωξης είναι ζωτικής σημασίας για την αποτελεσματική θεραπεία. Οι κλασικές προσεγγίσεις διάγνωσης περιλαμβάνουν την άμεση μικροσκοπική εξέταση κλινικών δειγμάτων και την καλλιέργεια. Οι εξετάσεις αυτές πρέπει να γίνονται από προσωπικό με υψηλό επίπεδο ειδικής μυκητολογικής κατάρτισης.
Αν και η διάγνωση μιας μυκητιασικής λοίμωξης γίνεται συχνά μόνο από την κλινική εμφάνιση, η εργαστηριακή εξέταση δερματικών αποξεσμάτων, τριχών ή νυχιών μπορεί να βοηθήσει όταν η διάγνωση είναι αβέβαιη, αλλά κυρίως για τον προσδιορισμό του είδους του μύκητα ώστε να είναι δυνατή η στοχευμένη θεραπεία από το στόμα καθώς και η αποφυγή μετάδοσης σε άλλα άτομα της οικογένειας εάν ανήκει στην κατηγορία των ανθρωπόφιλων ειδών.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η συλλογή των δειγμάτων πραγματοποιείται στο μικροβιολογικό εργαστήριο. Αρκεί ο ασθενής να έχει κάνει την κατάλληλη προετοιμασία όπωςνα μην έχεικόψει τα νύχια του για ένα μήνα,να μην τα έχει βάψει (αν είναι γυναίκα) την τελευταία εβδομάδα και να έχειδιακόψει τη θεραπείαικανόχρονικόδιάστημα, ώστε να επιτρέψει στον μύκητα να αναπτυχθεί στην καλλιέργεια,εάν υπάρχειπρόβλημα με μυκητίασηονύχων.Είναι, επίσης, ενδεχόμενο να του ζητηθεί να αποφύγει το τρίψιμο της προσβεβλημένης περιοχής για μερικές ημέρες πριν από τη λήψη των δειγμάτων,την αποφυγή χρήσης ενυδατικής κρέμας για λίγες ημέρες, όπως και να καθαρίσει την περιοχή με οινόπνευμα πριν το ραντεβού.
«Η διαδικασία είναι απλή και φυσικά ανώδυνη. Όταν το T. rubrum έχει επηρεάσει τοδέρμα, ο μικροβιολόγος λαμβάνει το δείγμα, ξύνοντας με ένα μικρό νυστεράκι το σημείο που φέρει τις πιο πρόσφατες βλάβες (εάν υπάρχουν πάνω από ένα σημεία που έχουν μολυνθεί)», εξηγεί η δρ Μπαλαμπάνη.
Η διαδικασία δεν διαφέρει ιδιαίτερα όταν έχει μολυνθεί ένα ή περισσότερα νύχια: καθαρίζεται το νύχι με αλκοολούχο μαντηλάκικαι ξύνεται με ένα ειδικό εργαλείο η επιφάνεια πάνω και κάτω από την πλάκα του νυχιού.
Συλλέγεται επίσης δείγμα του.
Και στη δερματοφυτίαση και στην ονυχομυκητίαση η επαρκής ποσότητα των λαμβανόμενων δειγμάτων είναι καθοριστική για την ποιότητα των αποτελεσμάτων.
Τα δείγματα εξετάζονται αρχικά στο μικροσκόπιο. Μυκητιασικά στοιχεία είναι μερικές φορές δύσκολο να βρεθούν, ιδίως αν ο ιστός είναι πολύ φλεγμονώδης, οπότε ένα αρνητικό αποτέλεσμα δεν αποκλείει τη λοίμωξη.
Κατόπιν, τα δείγματα καλλιεργούνται για έως και 4 εβδομάδες. Όταν πράγματι υπάρχει μόλυνση από τον μύκητα, το πιθανότερο είναι να φανεί σε 15 ημέρες το αργότερο και να μην χρειαστεί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα καλλιέργειας. Επειδή η συγκεκριμένη εξέταση δεν έχει υψηλό επίπεδο ευαισθησίας, ένα αρνητικό αποτέλεσμα και πάλι δεν αποκλείει την ύπαρξη μυκητιασικής λοίμωξης. Η συλλογή του δείγματος μπορεί, δηλαδή, να επαναληφθεί μετά από ένα αρνητικό αποτέλεσμα, εάν η λοίμωξη φαίνεται κλινικά πολύ πιθανή.
Μετά την ταυτοποίηση του μύκητα προσδιορίζονται τα φάρμακα που θα τον εξοντώσουν. Η θεραπεία περιλαμβάνει τη χρήση τοπικών αλοιφών, λήψη από του στόματος φαρμάκων και εφαρμογή λέιζερ. Για τα νύχια υπάρχει επίσης και η επιλογή της εφαρμογής βερνικιού.
Επειδή,όμως, αυτή είναι πολύμηνη στις περισσότερες περιπτώσεις και χρειάζεται υπομονή, επιμονή και συνέπεια, αφού υπάρχουν συχνές υποτροπές, η πρόληψη θα πρέπει να είναι ο πρωταρχικός στόχος.
«Οι επτά βασικοί κανόνες είναι οι εξής:», επισημαίνει η δρ Ελένη Μπαλαμπάνη.
«1. Γνωρίστε το δέρμα και τα νύχια σας (κυριολεκτικά από την κορυφή έως τα νύχια).
2. Διατηρήστε τα καθαρά (με σαπούνι και νερό).
3. Στεγνώνετε πάντα το δέρμα και τα νύχια πολύ καλά.
4. Επιμείνετε στη χρήση απολυμασμένων εργαλείων για τα νύχια.
5. Μην περπατάτε ξυπόλητοι.
6. Φοράτε ενδύματα και υποδήματα και χρησιμοποιείστε πετσέτες και σφουγγάρια που δεν ευνοούν την ανάπτυξη μυκήτων.
7. Αναγνωρίστε εγκαίρως όποια αλλαγή στο δέρμα και στα νύχια γιατί μόνο έτσι θα έχετε περισσότερες πιθανότητες αποτελεσματικής θεραπείας».