Ειδικότερα, το μεγάλο πλεονέκτημα της εξέτασης είναι ότι συμβάλει στην έγκαιρη ανίχνευση της υπολειπόμενης νόσου σε μοριακό επίπεδο πριν γίνει μετάσταση.Το 97% των ασθενών με θετικό αποτέλεσμα θα υποτροπιάσουν αν δε λάβουν συμπληρωματική θεραπεία.
Με απλά λόγια, η εξέταση εντοπίζει και παρακολουθεί τις μεταλλάξεις όγκου και παρέχει την υψηλότερη ακρίβεια παρακολούθησης της νόσου, ώστε να μπορεί ο ιατρός να αυξήσει ή να μειώσει τη θεραπεία αναλόγως με τα αποτελέσματα που δείχνουν την παρουσία ή την απουσία της υπολειμματικής νόσου.
Η εξέταση ονομάζεται Signatera και είναι το πρώτο εργαλείο μοριακής παρακολούθησηςτου κυκλοφορούντοςDNA (ctDNA) στο αίμα παγκοσμίως. Είναι το μοναδικό εξατομικευμένο ctDNA τεστ που παρέχει έγκαιρη γνώση με άνω του 99,5% ακρίβεια κλινικής δοκιμής. Η εξέταση πραγματοποιείται αρχικά σε ιστό και οι ανιχνεύσεις πραγματοποιούνται σε αίμα με Celll-Free DNA.
«Οι γνωστές απεικονιστικές μέθοδοι δεν μπορούν να ανιχνεύσουν έγκαιρα την υποτροπή με αποτέλεσμα το ερώτημα της υποτροπής να είναι στο πίσω μέρος του μυαλού των ασθενών: Πέτυχε η θεραπεία; Επιστρέφει ο καρκίνος; Συνεπώς η γνώση που δίνει η εξέταση στον ιατρό ακόμα και 9 μήνες νωρίτερα από τις απεικονιστικές μεθόδους μπορεί να βοηθήσει στην αμεσότερη λήψη θεραπευτικών αποφάσεων από το θεράποντα ιατρό», επισημαίνει ο μοριακός βιολόγος ΝίκοςΤσούλος, εκ μέρους της εταιρείας Genekor, η οποία διαθέτει το Signatera.
Σε ποιες περιπτώσεις συστήνεται η εξέταση
Κατά την Επικουρική Θεραπεία
- Όταν ο ιατρός πρέπει να αποφασίσει αν οι ασθενείς με καρκίνο παχέος εντέρου Σταδίου ΙΙ και ΙΙΙ χρειάζονται συμπληρωματική χημειοθεραπεία
- Όταν ο ιατρός θέλει να αποκλιμακώσει (μειώσει) τη θεραπεία
Κατά την Παρακολούθηση
- Όταν ο ιατρός θέλει να ανιχνεύσει την υπολειπόμενη νόσο με ακρίβεια και αξιόπιστα
- Όταν ο ιατρός θέλει να εξαλείψει τα ψευδώς θετικά αποτελέσματα των καρκινικών δεικτών CEA και να ανιχνεύσει την υποτροπή έγκαιρα, όπου θα είναι και δυνατή η αφαίρεσή της χειρουργικά.
Τι σημαίνουν τα αποτελέσματα
- Ένα θετικό αποτέλεσμα του τεστ υποδεικνύει την παρουσία μοριακής υπολειμματικής νόσου (MRD). Η επανάληψη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παρακολούθηση του κατά πόσον το φορτίο της νόσου αυξάνεται ή μειώνεται ως απόκριση στη θεραπεία.
- Ένα αρνητικό αποτέλεσμα υποδεικνύει ότι δεν ανιχνεύθηκε μοριακή υπολειμματική νόσος (MRD). Η επανάληψη του τεστ μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εντοπιστεί εάν το φορτίο της νόσου παραμένει μη ανιχνεύσιμο ή αυξάνεται για να εντοπιστεί έγκαιρα η υποτροπή.