Η Ελλάδα άνοιξε τις τουριστικές πύλες της στη Μ. Βρετανία στις 15 Ιουλίου. 15 μέρες δηλαδή, πιο αργά σε σχέση με τις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό συνέβη, επειδή, η Μ. Βρετανία ήταν από τις χώρες που πληγώθηκαν πολύ περισσότερο σε σχέση με άλλες από την πανδημία.
Εντύπωση προκάλεσε το γεγονός στην πρόσφατη ενημέρωση που λάβαμε ότι δεν βρέθηκε ούτε ένα θετικό κρούσμα κορονοϊού στους πρώτους ελέγχους που πραγματοποιήθηκαν σε Βρετανούς τουρίστες που ήρθαν στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, στις 15 Ιουλίου έγιναν 1.366 τεστ σε επιβάτες που ταξίδεψαν απευθείας από βρετανικά αεροδρόμια στην Ελλάδα. Στις 16 Ιουλίου έγιναν 1.437 τεστ. Τα αποτελέσματα όλων των τεστ, και των δύο ημερών, ήταν αρνητικά.
Αρκετοί αναρωτήθηκαν πως συνέβη αυτό, καθώς περίμεναν τον εντοπισμό έστω και λίγο εισαγόμενων κρουσμάτων από τη Μ. Βρετανία. Σε ανάρτησή του στο προσωπικό του λογαριασμό στο facebook, ο Έλληνας καθηγητής της πολιτικής της υγείας στη Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου, Ηλίας Μόσιαλος, επιχείρησε μεταξύ άλλων να εξηγήσει γιατί συνέβη αυτό.
Μεταξύ άλλων ανέφερε ότι στη Μ. Βρετανία παρά τη καταστροφική πρώτη φάση για τη χώρα κατάφεραν να ελέγξουν τον ιό, με αποτέλεσμα να μετράνε πια 40-70 κρούσματα ημερησίως.
Η ανάρτηση του Ηλ. Μόσιαλου
«Αρκετοί φίλοι με ρώτησαν πως είναι δυνατόν να έγιναν περίπου 3000 τεστ σε τουρίστες που ήρθαν από την Αγγλία και να μη βγήκε κανείς θετικός;
Ξέρουμε ότι η διαχείριση της αρχικής φάσης της πανδημίας στην Αγγλία ήταν καταστροφική. Χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.
Τις τελευταίες εβδομάδες όμως η πανδημία είναι υπό έλεγχο με εξαίρεση ορισμένες περιοχές της βόρειας Αγγλίας. Στο Λονδίνο (9 εκατομμύρια κάτοικοι) έχουμε πλέον 40-70 κρούσματα ημερησίως. Στην Αγγλία όμως η πλειοψηφία των πολιτών έχει επιστρέψει πλέον στη νέα κανονικότητα.
Είναι πιθανόν να έχουμε αύξηση των κρουσμάτων; Είναι αλλά το μέγεθος θα εξαρτηθεί από την εφαρμογή των μέτρων αποκλιμάκωσης του lockdown. Θα έχουμε εισαγόμενα κρούσματα από Αγγλία; Θα έχουμε, αλλά μπορούμε να μειώσουμε το ρίσκο κατά πολύ. Οι έλεγχοι με τεστ πρέπει να είναι συνεχείς και παράλληλα πρέπει να παρακολουθούμε συστηματικά την εξέλιξη της πανδημίας και στη Μεγάλη Βρετανία και σε όλες τις χώρες από τις οποίες δεχόμαστε επισκέπτες και τουρίστες» υποστήριξε ο κ. Μόσιαλος.
Η διαχείριση του ρίσκου
Ο καθηγητής πρόσθεσε επίσης τα εξής: «Δεν μπορούμε να μηδενίσουμε τον κίνδυνο (εξάλλου έχουμε και εγχώρια κρούσματα όχι μόνο εισαγόμενα) αλλά να τον μειώσουμε σημαντικά. Αν κλείσουμε τα σύνορα μας για μεγάλο διάστημα οι επιπτώσεις στην οικονομία και στην αγορά εργασίας θα είναι σημαντικές. Έτσι ενώ θα μειώνουμε ένα κίνδυνο (εισαγόμενα κρούσματα) θα αυξάνουμε κατά πολύ έναν άλλο. Τον κίνδυνο να βρεθούν πολλοί συμπατριώτες μας άνεργοι. Η οικονομική κρίση θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία των ανέργων πολιτών. Θα μειώσουμε ένα πρόβλημα υγείας (εισαγόμενα κρούσματα) αλλά θα δημιουργήσουμε ταυτόχρονα ένα πολύ μεγαλύτερο (χειροτέρευση του επιπέδου υγείας λόγω ανεργίας).
Από την αρχή της κρίσης είχα τονίσει ότι η διαχείριση μιας πανδημίας είναι διαχείριση του ρίσκου. Δεν είναι δυνατόν να τετραγωνίσουμε τον κύκλο: να μην τηρούμε τα μέτρα και να μην έχουμε εγχώρια κρούσματα. Να κλείσουμε τα σύνορα και να μην έχουμε οικονομικό πρόβλημα.
Επομένως αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να τηρούμε τα μέτρα (φυσική απόσταση, μάσκες, υγιεινή των χεριών) και να ενισχύσουμε τους ελέγχους στις πύλες εισόδου της χώρας αλλά και γενικότερα για να μειώσουμε και τα εγχώρια και τα εισαγόμενα κρούσματα» κατέληξε ο κ. Μόσιαλος.