Αυτό το πολύ σημαντικό εύρημα ερευνητών από το Πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ προστίθεται στη γνώση για τις αρνητικές επιπτώσεις που έχουν οι μεταβολές στις συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου στη γνωστική και νευροψυχιατρική κατάσταση των ασθενών με άλλες παθολογικές καταστάσεις. Οι ερευνητές ελπίζουν η μελέτη τους να βοηθήσει μελλοντικά τα άτομα με τη νόσο Graves να αναρρώνουν πλήρως.
«H νόσος Graves είναι η συχνότερη αιτία αύξησης των θυρεοειδικών ορμονών. Δεν είναι, ωστόσο, η μοναδική. Στον υπερθυρεοειδισμό, όπως ονομάζεται η διαφοροποίηση των επιπέδων τους προς τα πάνω, μπορεί να οδηγήσουν και άλλες παθολογικές καταστάσεις, όπως η τοξική πολυοζώδης βρογχοκήλη και το τοξικό αδένωμα. Βέβαια, μπορεί να είναι και αποτέλεσμα υπερβολικής λήψης θυρεοειδικών ορμονών.
Ο υπερθυρεοειδισμός προκαλεί επιτάχυνση του μεταβολισμού, όπως και πολλών άλλων λειτουργιών του σώματος. Τα συνήθη συμπτώματα περιλαμβάνουν αίσθημα παλμών, ταχυκαρδία, αρρυθμία, συχνότερες κενώσεις, δυσκολία στον ύπνο, δυσανεξία στη θερμότητα και απώλεια βάρους, κόπωση, τρέμουλο, υπερκινητικότητα και υπεριδρωσία», εξηγεί ο Καθηγητής Χειρουργικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και Διευθυντής της Χειρουργικής Κλινικής στον Όμιλο ΥΓΕΙΑ, κ. Δημήτρης Λινός.
Προκαλεί επίσης ψυχικά συμπτώματα, στα οποία περιλαμβάνονται η ταραχή, η δυσανεξία στο στρες, η κόπωση, η μειωμένη ευεξία, το άγχος και η κατάθλιψη, καθώς και η γνωστική εξασθένιση. Τα περισσότερα συμπτώματα υποχωρούν με την επίτευξη ευθυρεοειδισμού (φυσιολογικών επιπέδων θυρεοειδικών ορμονών), αλλά σε μεγάλο ποσοστό ασθενών η πλήρης ψυχική υγεία δεν ανακτάται. Όπως και στον υποθυρεοειδισμό, ο υπερθυρεοειδισμός συνδέεται με μικρότερο μέγεθος ιππόκαμπου σε σύγκριση με τους ανθρώπους που δεν έχουν αυξημένα επίπεδα θυρεοειδικών ορμονών.
Μειωμένο μέγεθος ιππόκαμπου παρουσιάζεται σε διάφορες ασθένειες που προκαλούν ψυχικά συμπτώματα. Για το σύνδρομο Cushing, η απόκριση στη θεραπεία περιλαμβάνει τόσο την ανάκτηση του μεγέθους του ιππόκαμπου όσο και τη βελτίωση των ψυχικών συμπτωμάτων. Σε ορισμένα από αυτά τα νοσήματα παρατηρούνται επίσης μικρότεροι όγκοι αμυγδαλών. Παλαιότερα υπήρχε η πεποίθηση ότι κάποια από τα συμπτώματα σχετίζονταν μόνο με τα μη φυσιολογικά επίπεδα ορμονών. Τώρα, οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ και το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Sahlgrenska αλλάζουν τα δεδομένα...
Στη μελέτη τους περιέλαβαν 62 γυναίκες που είχαν διαγνωστεί πρόσφατα με τη νόσο του Graves. Οι γυναίκες υποβλήθηκαν σε διάφορες εξετάσεις και, μετά τη θεραπεία, 48 από αυτές παρακολουθήθηκαν για ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα 15 μηνών. Τα αποτελέσματα συγκρίθηκαν με εκείνα μιας ομάδας με φυσιολογική θυρεοειδική λειτουργία που εξετάστηκε σε αντίστοιχα χρονικά διαστήματα. Όλες οι συμμετέχουσες υποβλήθηκαν σε ενδελεχή διερεύνηση των νοητικών συμπτωμάτων και σε μαγνητική τομογραφία (MRI) του εγκεφάλου, εστιάζοντας ιδιαίτερα σε κεντρικά τμήματά του, όπως ο ιππόκαμπος και η αμυγδαλή.
Αυτό που δείχνουν οι επιστήμονες στη μελέτη τους, η οποία δημοσιεύθηκε στο The Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism, είναι ότι τα κεντρικά τμήματα του εγκεφάλου συρρικνώνονται όταν τα επίπεδα των ορμονών είναι υψηλά και ότι τα τμήματα αυτά επανέρχονται σε μεγάλο βαθμό στο φυσιολογικό τους μέγεθος όταν τα επίπεδα των ορμονών ομαλοποιηθούν και τα συμπτώματα υποχωρήσουν.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι μεταβολές στην αμυγδαλή και στον ιππόκαμπο στους ανθρώπους με τη νόσο Graves προδίδουν ότι ο εγκέφαλος έχει ένα επίπεδο συμμετοχής τόσο στην υπερθυρεοειδική κατάσταση της πάθησης όσο και μετά από τη θεραπεία, που δεν γνώριζε μέχρι σήμερα η επιστήμη – μια ανακάλυψη που από μόνη της σηματοδοτεί σημαντική πρόοδο. Επισημαίνουν, βέβαια, ότι απαιτείται η συνέχιση της έρευνας των νευρολογικών συνεπειών της νόσου Graves προκειμένου να βρεθούν οι μηχανισμοί που κρύβονται πίσω από τα νέα ευρήματα.
«Ο υπερθυρεοειδισμός επηρεάζει σημαντικά τη ζωή του ασθενή, με τρόπο που γίνεται αντιληπτός σε κάθε έκφανσή της. Ενέχει δε μεγάλο κίνδυνο επιπλοκών. Η πιο επικίνδυνη είναι η εκδήλωση κολπικής μαρμαρυγής (ανώμαλος καρδιακός ρυθμός) που αυξάνει τον κίνδυνο εγκεφαλικού και συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας. Στις επιπλοκές περιλαμβάνεται και η θυρεοτοξική κρίση (θυρεοτοξίκωση), η οποία οδηγεί σε υψηλό πυρετό, ταχυαρρυθμία, καθώς και σε νευρολογικές, ηπατικές και πεπτικές διαταραχές, από τις οποίες είναι πιθανό ο ασθενής να χάσει τη ζωή του εάν δεν λάβει την κατάλληλη θεραπεία αμέσως.
Είναι λοιπόν ζωτικής σημασίας ο έλεγχος της λειτουργίας του θυρεοειδούς. Για την επίτευξή του υπάρχουν πολλές επιλογές. Η συντηρητική θεραπεία περιλαμβάνει την επιλογή χορήγησης ραδιενεργού ιωδίου, αντιθυρεοειδικών φαρμάκων και β-αναστολέων (για τον έλεγχο των καρδιακών συμπτωμάτων). Προτιμάται από ανθρώπους που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης του αδένα, διακινδυνεύοντας να υποστούν τις τυχόν παρενέργειες.
Η θυρεοειδεκτομή προσφέρει άμεσα αποτελέσματα και προλαμβάνει την εμφάνιση οφθαλμοπάθειας (εξόφθαλμο). Απόλυτες ενδείξεις για την επιλογή αυτής της μεθόδου είναι η εγκυμοσύνη, η ύπαρξη βρογχοκήλης, όζων ή καρκίνου, και η αποτυχία ελέγχου του υπερθυρεοειδισμού μέσω φαρμάκων. Tα μακροπρόθεσμα αποτελέσματά της εξαρτώνται από το είδος της επέμβασης. Η μερική θυρεοειδεκτομή γίνεται μόνο σε ασθενείς με υπερθυρεοειδισμό που προκαλείται από συγκεκριμένες παθήσεις, όπως το τοξικό αδένωμα.
Για σχεδόν όλες τις υπόλοιπες παθήσεις εκτελείται σχεδόν ολική θυρεοειδεκτομή. Αποτελεί τη μόνη επιλογή για άμεση θεραπεία του υπερθυρεοειδισμού και το ποσοστό επιτυχίας της πλησιάζει το 100% με υποχώρηση των συμπτωμάτων όταν γίνεται από έμπειρο χειρουργό, οπότε ελαχιστοποιείται κάθε κίνδυνος ανεπιθύμητων ενεργειών», καταλήγει ο πρώην Πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας Χειρουργών των Ενδοκρινών Αδένων Καθηγητής Δημήτρης Λινός.